Στον «Φασουλή φιλόσοφο» ο Σουρής αναρωτιέται: «Μπορείς και συ ν’ αλατισθείς καθώς ο μπακαλιάρος/κι από τ’ αλάτι το πολύ να γίνεις στοκοφίσι;».
Από το αλάτι το πολύ, η πίεση κόκκινο θα χτυπήσει. Ίσως, γι’ αυτό ο αποκαλούμενος φτωχογιάννης συνοδεύεται με σκορδαλιά, για να ισορροπήσει. Παρά τη χαρά, πάντως του υπουργού αγοράς, για του μπακαλιάρου την προσφορά, ο επί των Οικονομικών παραδέχεται πως δεν υπάρχει καμία προοπτική να σταματήσουν οι ανατιμήσεις. Ιδιαίτερα στα τρόφιμα. Κι αυτό, την πίεση κι άλλο θα αυξήσει.
«Αυτό που βλέπουμε και θα δούμε, είναι με μειωμένο ρυθμό να αυξάνονται οι τιμές. Αυξήσεις θα συνεχίσουμε να έχουμε … ουσιαστική μείωση των τιμών δεν θα δούμε, ούτε καν σταθεροποίηση δεν θα δούμε». Θα δούμε, όμως, ξαλμυρισμένο μπακαλιάρο πόλοκ, στα 4,98 ευρώ/κιλό στην Κεντρική Ιχθυαγορά Αθηνών, αλλά και παστό ισλανδικό λίγο πριν τα 23 ευρώ. «Είναι θέμα ποιότητας και ποικιλίας. Είναι σαν να παίρνεις ένα αυτοκίνητο. Άλλη τιμή έχει ένα Tesla, άλλη ένα Fiat, άλλη ένα Skoda. Ο καθένας επιλέγει».
Δεν το λες και ορισμό της επιλογής. Τουλάχιστον στα χρόνια τα παλιά, ήταν λύση για βαλάντια μικρά, που ζούσαν στα ηπειρωτικά. Το ψάρι του βουνού και του φτωχού έγινε του Ευαγγελισμού. Το μάρκετινγκ ανέλαβε στα μέσα του 19ου αιώνα η Εκκλησία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ανάγκες της κοινωνίας και της μεγάλης σαρακοστιανής νηστείας. Γιατί ο μπακαλιάρος, όμως, κι όχι κάποιο άλλο ψάρι;
Αυτόν μάθαμε από τους Εγγλέζους, που με τις σταφίδες έκαναν παζάρι. Αυτόν έμαθαν οι στεριανοί και προσαρμόστηκαν και οι θαλασσινοί. Αποξηραμένο ψάρι, στοκοφίσι (stockfish), εύκολο στη συντήρηση και στη χρήση. Με το σκόρδο, από τα χρόνια του Αριστοφάνη γνωστό -πλέον την αγορά έχει πλημμυρίσει το κινέζικο και το ισπανικό-, ταίριαξαν καλά και καθιερώθηκε η εθνική νοστιμιά, αν και με μυρωδιά βαριά.
Όχι τόση όση στα σίξτις το μονοπώλιο του μπακαλιάρου. Ένα σπάρο θα πάρω…