Χρεοκοπίες τραπεζών αποτελούν ένα όχι ασυνήθιστο φαινόμενο, δεν αφορούν όμως σε μεγάλες συστημικές τράπεζες. Αυτό συνέβη το 1995 με την Barings Bank καθώς και το 2008 με την Lehman Brothers, που πυροδότησε τη μεγάλη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Επειδή δε οι μνήμες είναι ακόμη πολύ νωπές, στο άκουσμα μόνο της χρεοκοπίας μιας μεσαίας τράπεζας των ΗΠΑ, της Silicon Valley Bank και στη συνέχεια της Signature Bank και της Silvergate Bank, μαζί με την είδηση εξαπλώθηκε και η ανησυχία της παγκόσμιας κοινότητας γύρω από δύο ερωτήματα.
Θα μεταδοθεί η κρίση και σε άλλες τράπεζες με τη μορφή του ντόμινο στα τραπεζικά συστήματα των χωρών και ακόμη κατά πόσον είναι ασφαλείς οι καταθέσεις μας που φυλάσσονται στις τράπεζες. Η αγωνία κορυφώθηκε, όταν η κρίση πέρασε πολύ γρήγορα τον Ατλαντικό και χτύπησε τον πιο αδύναμο κρίκο. Μια παραδοσιακή τράπεζα με μεγάλα προβλήματα, τη δεύτερη σε μέγεθος της Ελβετίας, την Credit Suisse.
Παρότι οι αιτίες που δημιούργησαν το πρόβλημα διαφέρουν κατά περίπτωση, κοινό χαρακτηριστικό όλων ήταν, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε, η απώλεια της εμπιστοσύνης των συναλλασσόμενων, επενδυτών, καταθετών, της διατραπεζικής αγοράς, των εποπτικών αρχών και στη συνέχεια η μαζική φυγή από τις μετοχές. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι αριθμοί και οι αξιολογήσεις έχουν δευτερεύουσα σημασία, ενώ κυριαρχεί το αίσθημα της εμπιστοσύνης για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η βεβαιότητα, ότι τα χρήματα που εμπιστεύεται κανείς στην τράπεζά του θα μπορούν να αναληφθούν σε πρώτη ζήτηση. Κάτι όμως που στην πραγματικότητα δε συμβαίνει, αφού δεν υπάρχει τοποθέτηση ή επένδυση που να μην περιέχει στοιχεία κινδύνου.
Ακόμη και τα ακίνητα ή ο χρυσός, όπως επίσης οι κρατικοί τίτλοι που θεωρούνται οι πλέον ασφαλείς, έχει καταγραφεί στην οικονομική πραγματικότητα, ότι δε διασφαλίζουν τις τοποθετήσεις απόλυτα, αλλά περιέχουν τον κίνδυνο απώλειας ενός μέρους ή και του συνόλου των κεφαλαίων. Εξαίρεση αποτελούν οι καταθέσεις έως 100.000 Ευρώ, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας εθνικών ταμείων διασφάλισης, μετά την εμπειρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το κοινό ευρωπαϊκό ταμείο αναμένεται ακόμη ώστε να ολοκληρωθεί και η Τραπεζική Ένωση.
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank
Η τράπεζα λειτουργεί εδώ και σαράντα χρόνια και εντωμεταξύ έχει εξελιχθεί ως η τράπεζα των εταιρειών νέας τεχνολογίας. Χρηματοδοτεί εταιρείες start-ups και venture capital, οι οποίες ήδη από τη φύση της δραστηριότητάς τους επιχειρούν σε ζώνη υψηλού κινδύνου. Ταυτόχρονα συγκεντρώνει και τα διαθέσιμα προς διαχείριση κεφάλαια των εταιρειών αυτών ως καταθέσεις, περίπου 175 δις Δολάρια, τα οποία αποτελούν το σημαντικότερο τμήμα των 209 δις που διαχειρίζεται.
Η αιτία της κατάρρευσης είναι προφανής. Την εποχή των μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων επένδυσε μαζικά σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα μεσομακροπρόθεσμης λήξης. Μια κατά τεκμήριο ασφαλής επιλογή. Με την εμφάνιση του πληθωρισμού, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED) αύξησε τα επιτόκια σημαντικά και σε μικρό χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να μειωθεί η αξία των τίτλων που διέθετε στο χαρτοφυλάκιό της. Επίσης για να αποφύγει εκροές αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια καταθέσεων. Έτσι, όταν για δικούς τους λόγους πολλές εταιρείες άρχισαν να αποσύρουν καταθέσεις βρέθηκε σε δυσκολίες ρευστότητας. Προσπάθησε να εκποιήσει τίτλους αλλά κατέγραψε 1,8 δις δολάρια ζημιές. Ακολούθησε μια αποτυχημένη προσπάθεια άντλησης κεφαλαίων αλλά η αγορά ήταν απρόθυμη σε μια συμμετοχή. Τα νέα κυκλοφόρησαν και μαζί με την απόσυρση της εμπιστοσύνης των καταθετών ήρθε και ο λογαριασμός από τους μετόχους. Σε μία μέρα μόνο (9/3) η μετοχή της τράπεζας έχασε το 60% της αξίας της.
Την επομένη συνεχίσθηκε η κάθετη πτώση καταγράφοντας προσυνεδριακά άλλο ένα 62 %, όταν ανακοινώθηκε από την εποπτική αρχή, ότι σταματούν οι εργασίες της τράπεζας, η οποία περιέρχεται στον έλεγχο της FDCI (Ομοσπονδιακή Εποπτική Αρχή για τη Διασφάλιση των Καταθέσεων), η οποία ανακοίνωσε ότι εγγυάται για το σύνολο των καταθέσεων, ορίζοντας αργότερα και νέο CEO τον Ελληνοαμερικανό Tim Mayopoulos, γνωστό στις ΗΠΑ στέλεχος χρηματοπιστωτικών εταιρειών. Η μετοχή προσγειώθηκε στα 106,04 δολ. κατρακυλώντας από το υψηλό των 267 δολ. δυο μέρες ενωρίτερα.
Μπροστά σε μια γενική κατάρρευση της εμπιστοσύνης του κοινού στο τραπεζικό σύστημα, η αντίδραση των αρχών ήταν άμεση, προσφέροντας το πιο ασφαλές καταφύγιο, που για άλλη μια φορά είναι το κράτος, το οποίο κινητοποίησε τις μεγάλες τράπεζες της χώρας να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια ώστε κατά δήλωση της υπουργού οικονομικών Κας Yellen να μην επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι. Ερωτήματα όμως κυρίως εποπτικού χαρακτήρα γεννώνται, σε ότι αφορά στα αίτια της χρεοκοπίας, τα οποία χρήζουν εξέτασης και πιθανόν νομοθετικής διόρθωσης.
Και μόνο το γεγονός ότι η τράπεζα είχε την ελεύθερη επιλογή να τοποθετήσει το 70% των διαθεσίμων της σε μια κατηγορία χρηματοπιστωτικών προϊόντων, χωρίς μάλιστα να λάβει υπόψη της τον προθεσμιακό κίνδυνο, είναι επικίνδυνο από μόνο του. Σημειωτέον δε, ότι για τα ποσά που τοποθετούνται σε ομόλογα του δημοσίου δεν υπάρχει υποχρέωση σε διακράτηση του ελαχίστου ποσοστό διαθεσίμων στα ταμεία της, όπως συμβαίνει με τις καταθέσεις. Συνεπώς θα ήταν σκόπιμη μια ποσόστοση ανά κατηγορία προϊόντων για αυτές τις περιπτώσεις.
Τελικά είναι φανερό ότι δεν διδαχτήκαμε αρκετά από τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση ώστε να θωρακίσουμε το τραπεζικό σύστημα από μεγάλους κινδύνους που ελλοχεύουν. Αντίθετα μάλιστα η FED προχώρησε το 2019 σε χαλάρωση των εποπτικών κανόνων για μικρομεσαίες τράπεζες με assets του μεγέθους των 50-250 δις .δολάρια, στην κατηγορία των οποίων ανήκει και η Silicon Valley Bank.
Επιπλέον, γνωρίζοντας οι αρχές ότι η συγκεκριμένη τράπεζα δραστηριοποιείται σε κλάδο, ο οποίος είναι γνωστός για τα υψηλά επίπεδα κινδύνων που αναλαμβάνει, θα έπρεπε να επιβάλλει τη διενέργεια συχνότερων stress tests και μάλιστα με ποιοτικό έλεγχο του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού.
Credit Suisse: «Too big to fail»
Οι αναταράξεις στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ δεν άργησαν να μεταφερθούν και στην Ευρώπη σκορπώντας ανησυχία και πανικό σε πελάτες και καταθέτες των τραπεζών. Παρά την καταρχήν διευθέτηση του προβλήματος στις ΗΠΑ οι τραπεζικές μετοχές βρέθηκαν σε κάθετη πτώση. Το μεγαλύτερο χτύπημα δέχτηκε ο γνωστός αδύναμος κρίκος, η Credit Suisse και ακολούθησαν η γερμανική Commerzbank και η ιταλική UniCredit.
Κυρίως η Credit Suisse, η 8η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στον κόσμο, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, όχι όμως άδικα. Πρόκειται για μια τράπεζα , η οποία τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει απασχολήσει τις εποπτικές και τις φορολογικές αρχές, τα δικαστήρια και τα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου, με ότι αρνητικό θα μπορούσε να εκπορεύεται από τη λειτουργία μιας τόσο μεγάλης τράπεζας με έτος ίδρυσης το 1856! Τελευταίο πρόσφατο επεισόδιο, αρχικά η ψευδής αναφορά στις οικονομικές καταστάσεις ότι έχουν σταματήσει οι εκροές καταθέσεων και στη συνέχεια η μη έγκαιρη δημοσίευσή τους, η οποία τελικά όταν έγινε, αποκαλύφθηκαν οι ζημιές των 7,5 δις Ευρώ καθώς και το επίμαχο μέγεθος των 120 δις Ευρώ αναλήψεων κατά το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους.
Το πρόβλημα ρευστότητας που ανέκυψε προσπάθησε η διοίκηση της τράπεζας να το αντιμετωπίσει προσκαλώντας τον μεγαλομέτοχο Saudi National Bank σε αύξηση της συμμετοχής του με φρέσκο χρήμα. Όταν όμως ο εκπρόσωπος του κρατικού ταμείου, επικαλούμενος θεσμικούς περιορισμούς, δήλωσε στις 15/3 στο Bloomberg ότι δεν προτίθεται να αυξήσει την έκθεσή του στην τράπεζα, επιταχύνθηκε η πτωτική πορεία της μετοχής της με -30%, αγγίζοντας το χαμηλό όλων των εποχών στα 1,55 Ελβ. Φράγκα. Να σημειωθεί, ότι πριν ένα χρόνο βρισκόταν στα 7,38 Φράγκα.
Η ώρα για να απευθυνθεί στον τελευταίο δανειστή, την Ελβετική Εθνική Τράπεζα, είχε έλθει. Η Credit Suisse άλλωστε ανήκει στην κατηγορία των 30 επίσημα αναγνωρισμένων συστημικών τραπεζών που είναι “too big to fail”. Η κατάρρευση ενός ιδρύματος με τόσο σημαντικές διασυνδέσεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πυροδοτούσε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και σε άλλες τράπεζες. Έτσι, η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να ανοίξει πιστωτική γραμμή διάσωσης μέχρι 50 δις Φράγκα, τα οποία συνοδεύτηκαν με εμπράγματες εγγυήσεις και την επιβολή τόκου. Η παρέμβαση φάνηκε προς στιγμήν να ικανοποιεί τις αγορές καθώς έλυνε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τα προβλήματα ρευστότητας της τράπεζας και άνοιγε διάδρομο για την σχεδιαζόμενη αναδιάρθρωση και αναδιοργάνωση της τράπεζας, που βρίσκεται σε εξέλιξη από τη νέα διοίκηση, η οποία ανέλαβε τον Ιούνιο του 2022. Μέσα στα σχέδια είναι και η σταδιακή αποκοπή ολόκληρων τομέων από τις εργασίες της τράπεζας, κυρίως ο επενδυτικός βραχίονας για τον οποίο γίνονται συζητήσεις με τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας την UBS, η οποία όμως δε δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού αρνείται να εμπλακεί με μια τράπεζα της οποίας η φήμη βρίσκεται στα τάρταρα.
Ίσως, υπό το φως των νέων γεγονότων και με την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της χώρας να υπάρξουν εξελίξεις. Να σημειωθεί, ότι πριν από 15 χρόνια είχε προσφύγει και η UBS στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας για διάσωση, κάτι που θέτει σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του ελβετικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η ΕΚΤ μεταξύ σφύρας και άκμονος
Η αβεβαιότητα επανήλθε μετά την απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει το επιτόκιο αναφοράς κατά 50 μονάδες, κάτι που είχε προαναγγείλει η Πρόεδρος της τράπεζας ήδη από την τελευταία συνεδρίαση. Επειδή όμως η επιθετική και χρονικά πυκνή αύξηση των επιτοκίων, αποτέλεσε τη βασική αιτία για την παρούσα τραπεζική κρίση, αναλυτές και αγορές ανέμεναν μια μετάθεση ή έστω μια ηπιότερη μεταβολή. Η ΕΚΤ βρέθηκε μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα. Να συνεχίσει την αντιπληθωριστική της πολιτική χωρίς παρεκκλίσεις ή να θέση προτεραιότητα στη χρηματοπιστωτική ευστάθεια, η οποία απαιτούσε διαφοροποίηση του προγράμματος αύξησης των επιτοκίων. Τελικά επελέγη το πρώτο, με τη διαβεβαίωση ότι θα παρακολουθούνται στενά οι εξελίξεις και αν υπάρξει ανάγκη παρέμβασης, η ΕΚΤ διαθέτει αρκετά εργαλεία ώστε να διαθέσει ρευστότητα όπου χρειαστεί.
Είναι αλήθεια, ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες λειτουργούν με αυστηρότερους εποπτικούς κανόνες, οι οποίοι διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος. Όμως, οι τραπεζικές κρίσεις δεν προκαλούνται μόνο από την ανυπαρξία ή τη χαλαρότητα των εποπτικών κανόνων, οι οποίοι οφείλουν να λειτουργούν αποτρεπτικά και να προλαμβάνουν δυσάρεστες καταστάσεις. Όμως για μια επιτυχημένη εποπτεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εμπιστοσύνη του κοινού προς τις τράπεζες. Αυτή διασφαλίζει την αποφυγή μαζικών αναλήψεων που μπορούν να οδηγήσουν σε κατάρρευση μεμονωμένων τραπεζών ή ακόμη και του συνόλου του τραπεζικού συστήματος. Στην παρούσα φάση δε φαίνεται στην Ευρώπη να υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, όμως απαιτείται επαγρύπνηση κυρίως το επόμενο χρονικό διάστημα, το οποίο θα είναι κρίσιμο.