Τρεις μικρότερες τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταρρεύσει. Μια ήδη προβληματική ελβετική τράπεζα- η Credit Suisse – χρειάστηκε να διασωθεί με πάνω από 50 δισ., επειδή ένας μεγάλος επενδυτής από τη Σαουδική Αραβία αρνείται να εισφέρει χρήματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ελβετική κεντρική τράπεζα διέθεσε δεκάδες δισεκατομμύρια φράγκα στην Credit Suisse-ένα συστημικά σημαντικό «αεροπλανοφόρο» με τεράστιο όμως πρόβλημα εμπιστοσύνης: οι πελάτες της έχουν ήδη αποσύρει ένα τεράστιο ποσό 120 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, επειδή δεν πιστεύουν στα σχέδια αναδιάρθρωσης της τράπεζας.
Περιέργως όμως, όλοι είναι καθησυχαστικοί: ουδεμία συστημική τραπεζική κρίση είναι ορατή, λένε οι πολιτικοί. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι αβέβαιες επιπτώσεις των προβλημάτων της Κινεζικής οικονομίας, θα μπορούσαν να διαταράξουν πολύ την ατμόσφαιρα.
Η Moody’s έχει ήδη «μαυρίσει» τις προοπτικές φερεγγυότητας για τον χρηματοπιστωτικό τομέα των ΗΠΑ στο σύνολό του και έχει θέσει μισή ντουζίνα τράπεζες υπό επιτήρηση, για πιθανή υποβάθμιση.
Ο παράγοντας που φέρνει κοντά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι η αύξηση των επιτοκίων που αποφασίστηκε από τις κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν την ανησυχητική άνοδο του πληθωρισμού, ένα είδος « φόρου» που πλήττει τα εισοδήματα των πιο αδύναμων.
Στην ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πραγματοποίησε επίσης την έκτη αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022 σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Σίγουρα, θέλει να τιθασεύσει τον υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ. Και μια αλλαγή στην προγραμματισμένη πορεία θα σήμαινε ότι όντως οι αγορές «καίγονται».
Σημείο καμπής ο πληθωρισμός
Ο υψηλός πληθωρισμός ήταν το σημείο καμπής που έβαλε τέλος σε μια μακρά φάση, η οποία ξεκίνησε από την οικονομική κρίση του 2008 και έφτασε μέχρι το τέλος της πανδημίας το 2022. Μια φάση στην οποία το κόστος χρήματος παρέμεινε πρακτικά μηδενικό, επειδή χρειαζόταν μεγάλη ρευστότητα για να αποφευχθεί η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.
Όπως εξηγεί ο Αμερικανός αναλυτής και επενδυτής Πήτερ Σιφ στην Boston Globe, η τεράστια ρευστότητα που διατέθηκε στους χρηματοοικονομικούς φορείς για χρόνια, μπορεί να έσωσε προσωρινά το σύστημα, αλλά συνέβαλε επίσης στο να δημιουργηθούν φούσκες, δημιουργώντας εν μέρει τις προϋποθέσεις για τις καταρρεύσεις αυτών των ημερών.
Στην πραγματικότητα, η αύξηση των επιτοκίων άλλαξε το σενάριο: πολλές από αυτές τις επενδύσεις άρχισαν να χάνουν αξία, δημιουργώντας τεράστιες τρύπες στους ισολογισμούς.
Φυσικά, κάθε τράπεζα έχει τη δική της ιστορία. Σίγουρα, πολλές τράπεζες έχουν προβεί σε πράξεις για να προστατευθούν από την αναμενόμενη εδώ και καιρό άνοδο των επιτοκίων. Ειδικά οι μεγαλύτερες, που πρέπει να συμμορφώνονται με πολύ αυστηρότερους κανόνες από τις μικρές και μεσαίες τράπεζες.
Ουδείς όμως μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι δεν βρισκόμαστε στην αρχή μιας μεγαλύτερης κρίσης.
Μεγάλη δυσπιστία
Αναμφίβολα αυτή τη στιγμή τόσο ο τραπεζικός τομέας, τόσο στις ΗΠΑ όσο και ο ευρωπαϊκός, περιβάλλεται από πολλή δυσπιστία. Δυσπιστία των πελατών, που σίγουρα θα θέλουν περισσότερες εγγυήσεις, αλλά και των ίδιων των τραπεζών, που θα διστάζουν πλέον, πριν δανείσουν χρήματα η μία στην άλλη.
Οι βαθύτερες αιτίες της σημερινής αβεβαιότητας έγκεινται στην παγκόσμια αύξηση των επιτοκίων. Οι επιπτώσεις που προκύπτουν από αυτήν, θα μπορούσαν να απειλήσουν ακόμη περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η χρεοκοπημένη Silicon Valley Bank κατέρρευσε επειδή δεν ήταν προετοιμασμένη για την αύξηση των επιτοκίων από τη Fed. Ξέφυγε από το μικροσκόπιο των ρυθμιστικών αρχών, επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ χαλάρωσε τους ελέγχους, κατόπιν αιτήματος του οικονομικού λόμπι.
Η βιασύνη των διαφόρων πολιτικών να πείσουν την κοινή γνώμη πώς όλα είναι «θωρακισμένα», απλώς υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Αν οι πολιτικοί είχαν πραγματικά την κατάσταση υπό έλεγχο, θα έμεναν σιωπηλοί.
Οι αναταράξεις στην Ελβετία, που εξακολουθεί να είναι ένα από τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά κέντρα στον κόσμο, θέτει για άλλη μια φορά το ζήτημα της σωστής ρύθμισης. Φαίνεται ότι χρειάζονται αυστηρότερα μέτρα. Πολλοί αναλυτές το απαιτούσαν εδώ και δεκαετίες, αλλά το χρηματοπιστωτικό λόμπι που εξακολουθεί να έχει μεγάλη επιρροή, απέτρεψε όλες τις προσπάθειες. Είναι επομένως αμφίβολο, αν θα αποτραπούν μελλοντικές κρίσεις. Ίσως αυτό είναι το πραγματικό μάθημα από την ελβετική καταστροφή.