Γεννήθηκαν λίγο πριν από τα μνημόνια, μεγάλωσαν με την τρόικα, τον Τόμσεν και το «μαζί τα φάγαμε» και πήγαν Πανεπιστήμιο μέσω… webex, γιατί τους κλείδωσαν στο σπίτι η πανδημία και τα lockdowns. Όταν θέλησαν να πάρουν ανάσα, τους κυνήγησαν στις πλατείες, τους χρέωσαν έλλειμμα «ατομικής ευθύνης» και μετά τους έδωσαν κι ένα voucher 150 ευρώ για να αγοράσουν tablet και να πάνε διακοπές.
Είναι η γενιά του brain drain και των μεγάλων αδιεξόδων. Είναι η γενιά που η τύχη της τράκαρε στα Τέμπη με το failed state κι έβγαλε στους δρόμους τον θυμό της.
Είναι η γενιά που όταν «μετρήθηκε» η κοινωνική και πολιτική της συμπεριφορά (έρευνα Prorata για το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλατζάς») απάντησε πως οι θεσμοί που εμπιστεύεται περισσότερο είναι ο στρατός και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι λιγότερο απ’ όλους εμπιστεύεται τα Μέσα Ενημέρωσης (μόλις 6,4%) και πως εκείνο που ζητά για την ελληνική κοινωνία είναι η «δικαιοσύνη» και η «αλλαγή». Είπε ότι με το ζόρι βγάζει τον μήνα (το 57% δυσκολεύεται στις βασικές οικονομικές υποχρεώσεις) και μένει αναγκαστικά στο πατρικό ελλείψει χρημάτων. Δήλωσε πολιτικοποιημένη σε συντριπτικό ποσοστό (82,6%), αλλά η πολιτικοποίησή της δείχνει θολή, αγανακτισμένη και ενίοτε τυφλή: Στο ερώτημα ποιο κόμμα τούς έρχεται πρώτο στο μυαλό όταν σκέφτονται την επίλυση των προβλημάτων τους, το 9,4% των νέων από 17 έως 24 ετών απάντησε το κόμμα Κασιδιάρη.
Όταν αυτή η γενιά μάς ρώτησε ποιος φταίει, της απαντήσαμε ότι «φταίμε όλοι» κοινώς, μπορεί και να μην φταίει κανείς. Στο (εγγύς) μέλλον, μάλλον, δεν θα χρειαστεί να ψάξουμε καθόλου ποιος θα φταίει για τον, πολιτικό ή ολοκληρωτικά αντιπολιτικό, δρόμο που θα έχει πάρει ο θυμός της…