πούλπα η [pulpa]: πολτώδης μάζα φρούτων που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φρουτοχυμών και μαρμελάδας. [λόγ. < γαλλ. pulpe κατά το λατ. έτυμο pulpa]
Καλά, υπάρχει και πούλπα ντομάτας, αλλά το Λεξικό Τριανταφυλλίδη δεν είναι οδηγός μαγειρικής. Καταλαβαίνουμε, όμως, ότι η pulpa είναι ο χυλός, το ακαθόριστο μίγμα, ο πολτός. Μιλώντας πολιτικά τι είναι; Εσκεμμένη ασάφεια.
Αν ως λαϊκισμός στιγματίζεται κάθε προσπάθεια άμβλυνσης της ενοχοποίησης, η επίκληση της συλλογικής σήμερα, με 57 νεκρούς, είναι χυλός ευθυνών, που ισοδυναμεί με το «δεν φταίει κανένας». Με υποτιμάς με τη συγγνώμη που ζητάς και μετά στο μίγμα την πετάς.
Ναι, ξέρω ότι υπάρχουν τα συγγνώμη τα παραφουσκωμένα. Υπάρχουν οι πανεύκολες συγγνώμες, άκοπες, χωρίς κόστος, με αυταρέσκεια. Υπάρχουν αυτές που δεν εννοούμε και σαν από υποχρέωση συλλαβίζουμε. Τις πετάμε επιπόλαια, τυπικότατα, σαν φέιγ βολάν, σαν κούφιο χαιρετισμό. Μιμούνται ένα περιεχόμενο, μα είναι κενές. Φθηνές. Σαν να θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή κάποιους.
Εκείνο που δεν ξέρω πια είναι τι σημαίνει να αισθάνεσαι υπόλογος. Κανένας, μέσα στην ψυχή και τη συνείδησή του, δεν ήταν αθωότερος από τον Οιδίποδα, κι όμως ο ίδιος τιμώρησε τον εαυτό του, όταν είδε τι είχε κάνει. Προφανώς, δεν ζητώ την τιμωρία, αλλά και τυφλός βλέπει την επικοινωνία για να εισπραχθούν όσο περισσότερα από τα κοινόχρηστα της εξουσίας.
Δεν ξέρω πια τι σημαίνει να αισθάνεσαι υπόλογος. Από την εποχή του «όλοι μαζί τα φάγαμε». Όταν ο αντιπρόεδρος της τότε κυβέρνησης το ομολογεί, το α’ πληθυντικό τον εμπεριέχει. Δεν έπρεπε την ίδια στιγμή έτοιμη την παραίτηση να έχει; Κι όμως, αυτή η διάσταση της παραδοχής χάθηκε μέσα στη χλαπαταγή.
Δεν ξέρω πια τι σημαίνει να αισθάνεσαι υπόλογος. Με υποτιμάς, όμως, όταν το «mea culpa» γίνεται από τους πολιτικούς μάγειρες και το επικοινωνιακό τους επιτελείο mea pulpa.