Το «ΗΡΆΚΛΕΙΟΝ» ήταν μια τραγωδία που περίμενε να συμβεί, ένα προδιαγεγραμμένο έγκλημα. Στις 8 Δεκεμβρίου 1966, βυθίζεται στη Φαλκονέρα, με απολογισμό -σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις- 241 νεκρούς. Ανάμεσά τους ο 20χρονος γιος της, Ιωσήφ.
Δεν βρέθηκε ποτέ, όπως και άλλοι 145. Αναγνωρίστηκαν μόλις 65. Ένα μετέωρο πένθος γι’ αυτούς που έμειναν πίσω.
Μία δεύτερη τιμωρία, πέρα από τη μεγάλη, τη σιδερένια. Δεν είχε το δικαίωμα να πάρει τον νεκρό της στα χέρια της. Δεν τον είδε με σφαλιστά μάτια, δεν τον προσκύνησε για τελευταία φορά πριν τον παντοτινό αποχωρισμό. Προσκυνούσε για χρόνια, όσο τη βαστούσαν τα πόδια, ένα εικονοστάσι, που έφτιαξε ψηλά στο βουνό, μακριά από τα κύματα, που σήμαιναν χαμό.
Με λίγο αρισμαρί στο χέρι. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήξερε ότι η λατινική ονομασία το φυτού Rosmarinus officinalis σημαίνει
δροσιά της θάλασσας. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήξερε πως το δεντρολίβανο έχει συνδεθεί από την αρχαιότητα με τη
μνήμη.
Άλλο τόσο είμαι σίγουρη πως η κραυγή της εκεί ψηλά δεν ήταν αγανάκτηση και οργή, αλλά παράπονο. Μια κραυγή μόνο.
Η ύπαρξή της πόνος. Όπως εξήγησε ο πατέρας Στέφανος, που βρέθηκε έξω από το Νοσοκομείο της Λάρισας, «ο ίδιος ο
Χριστός είχε αναρωτηθεί: “Πατέρα, γιατί με εγκατέλειψες;” Το ίδιο συμβαίνει τώρα εδώ. Δεν έχω να τους πω τίποτα. Μόνο να
βρίσκομαι εδώ μαζί τους».
Βρέθηκα μαζί της μια φορά, σε πολύ τρυφερή ηλικία σε αυτό το τελετουργικό ανάβασης και καταβύθισης.
Τις άλλες φορές, που έμενε εκτός κατανάλωσης του μαρτυρίου, αν το έφερνε η κουβέντα έλεγε «ο κακομοίρης».
Αυτός χάθηκε. Ο Σήφης είχε σώμα και το αναζητούσε ακόμα. Και νεκρό.
Δώρισε στην κοινότητα μια έκταση για την επέκταση του κοιμητηρίου. Οι νεκροί πρέπει να αναπαυθούν. Δεν το παίρνεις
αυτό από τους ζωντανούς.