Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου
Η επίσκεψη του Νίκου Δένδια στα Άδανα την περασμένη Κυριακή και η θερμή υποδοχή που του επιφύλαξε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου ενίσχυσαν την ρητορική περί «διπλωματίας των σεισμών» και «νέας σελίδας» στα ελληνοτουρκικά μετά από μια μακρά περίοδο έντασης. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το καθεστώς Ερντογάν, έχοντας απωλέσει τη δυναμική του στο εσωτερικό, είναι πλέον αναγκασμένο να ακολουθήσει μια πιο πραγματιστική εξωτερική πολιτική, εξομαλύνοντας τις σχέσεις του με την Ελλάδα και τον δυτικό παράγοντα.
Η πολιτική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη γείτονα συνεπικουρεί, εν μέρει, αυτή την οπτική. Ο υψηλός πληθωρισμός, η καθίζηση της τουρκικής λίρας και η σταδιακή κόπωση του εκλογικού σώματος από τα φαινόμενα νεποτισμού και διαφθοράς έχουν αναδιατάξει τους εσωτερικούς συσχετισμούς. Σε δημοκοπικό επίπεδο, ο κυβερνητικός συνασπισμός υπολείπεται σταθερά της συμμαχίας Milliet İttıfakı, στην οποία μετέχουν πλέον όχι μόνο τα κόμματα της κεμαλικής αντιπολίτευσης αλλά και στενοί πρώην σύμμαχοι του Ερντογάν, όπως ο Αχμέτ Νταβούτογλου και ο Αλί Μπαμπακάν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάγκη διαχείρισης της οικονομίας και των συνεπειών του σεισμού ανάγονται σε βασικές προτεραιότητες του Τούρκου Προέδρου. Οι σφυγμομετρήσεις, άλλωστε, καταδεικνύουν ότι αυτά είναι τα πεδία που απασχολούν την κοινή γνώμη και κατά πάσα πιθανότητα θα κυριαρχήσουν στην προεκλογική αντιπαράθεση.
Σε ότι αφορά τα ελληνο-τουρκικά, η συνθήκη αυτή προδιαγράφει περισσότερο ένα προσωρινό moratorium παρά μια διαδικασία ουσιαστικής εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων. Αυτό οφείλεται σε τρείς κύριους παράγοντες. Ο πρώτος και κυριότερος είναι η απόλυτη κυριαρχία του δόγματος Ερντογάν στο πεδίο της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Πέραν κάποιων διατυπώσεων συμβολικού χαρακτήρα, η προεκλογική διακήρυξη της αντιπολίτευσης επικυρώνει τους βασικούς άξονες της στρατηγικής του καθεστώτος τόσο σε ότι αφορά το Αιγαίο όσο και την θέση της Τουρκίας στο περιφερειακό και διεθνές γίγνεσθαι. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στη Milliet İttıfakı συγκατοικούν σήμερα η Μεράλ Ακσενέρ, πρώην ηγετικό στέλεχος του υπερ-εθνικιστικού MHP, και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρόεδρος του AKP και εκ των θεμελιωτών της σημερινής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο δεύτερος έχει να κάνει με την ανθεκτικότητα της τουρκικής οικονομίας. Στην άρτι δημοσιευθείσα έκθεσή της, η EBRD, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, εκτιμά ότι παρά τον σεισμό η οικονομία της Τουρκίας θα γνωρίσει μεγέθυνση της τάξης του 3% για το 2023, δηλαδή σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη της ζώνης του ευρώ. Αυτό είναι απότοκο της σταθερής εισροής κεφαλαίων από τον Κόλπο και, δευτερευόντως, τη Ρωσία αλλά και της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών λόγω της χαμηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας της λίρας. Με άλλα λόγια, η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται αλλά δεν δείχνει επί του παρόντος σημάδια επιβράδυνσης, που θα καθιστούσαν την ξένη -δηλαδή τη δυτική βοήθεια- απαραίτητη. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το καταστροφικό χτύπημα του εγκέλαδου δεν επηρέασε τις καθ’ εαυτό βιομηχανικές ζώνες ή κρίσιμες υποδομές γύρω από αυτές.
Ο τρίτος και τελευταίος παράγοντας είναι η ανθεκτικότητα του ίδιου του καθεστώτος. Η δημοτικότητα του Ταγίπ Ερντογάν μπορεί να βαίνει μειούμενη, η αντιπολίτευση όμως παραμένει επί της ουσίας διαιρεμένη σε κρίσιμα ζητήματα παρά την φαινομενική της σύμπλευση. Είναι ενδεικτικό, ότι η προγραμματισμένη για τις 13 Φεβρουαρίου ανακοίνωση της κοινής προεδρικής υποψηφιότητας της Milliet İttıfakı αναβλήθηκε επ’ αόριστόν καθώς το CHP προκρίνει την υποψηφιότητα του μάλλον άχρωμου Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ενώ το İyi Parti της Μεράλ Ακσενέρ, εκείνη του Εκρέμ Ιμάμογλου, του δημοφιλούς δημάρχου της Κωνσταντινούπολης. Όντας ακέφαλη και υστερώντας σε πόρους και μηντιακή κάλυψη, η αντιπολίτευση φαίνεται προς το παρόν αδύναμη να κεφαλαιοποιήσει την συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια για την κατάσταση της οικονομίας και την λειψή αντίδραση του κρατικού μηχανισμού απέναντι στον σεισμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, παραμένει αβέβαιο το εάν ο Ερντογάν θα χάσει τις επερχόμενες εκλογές είτε αυτές γίνουν το Μάιο είτε στα τέλη Ιουνίου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το αποτέλεσμα της κάλπης δεν προμηνύεται να επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές στο επίπεδο των διμερών σχέσεων. Η τουρκική εξωτερική πολιτική διαθέτει και συνέχεια και βάθος.