Είναι πασιφανές, ότι στη συζήτηση γύρω από τα δύο ελλείμματα που απασχολούν τη χώρα, το δημοσιονομικό και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η μεγάλη προσοχή είναι στραμμένη προς το πρώτο, παρότι οι ανισορροπίες στο δεύτερο, επειδή παραπέμπουν σε διαρθρωτικά προβλήματα που είναι δυσκολότερο προφανώς να αντιμετωπιστούν, αξίζει να τύχουν της ίδιας αν όχι και μεγαλύτερης προσοχής.
Και τούτο, ενώ θα έπρεπε να μας έχει γίνει μάθημα το πάθημα από τον εκτροχιασμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της διετίας 2007-2008, ο οποίος αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία για την μετέπειτα εμφάνιση της αδυναμίας πληρωμών που βρέθηκε η χώρα μας. Προς επίρρωση αυτού αρκεί ν αναφερθεί, ότι υπήρξαν περιπτώσεις χωρών με προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους, οι οποίες είχαν υγιή δημοσιονομικά και κατέληξαν στα μνημόνια ακριβώς λόγω των ανοιγμάτων στις εξωτερικές τους συναλλαγές.
Επιβαρυμένο ιστορικό
Η διετία 2007 και 2008, όπου το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε ρεκόρ ελλείμματος, 14,2% του ΑΕΠ και 14,3% αντίστοιχα, πάνω δηλαδή από 72 δις Ευρώ τη διετία, κατέδειξε, ότι η χώρα μας όχι μόνο «οχυρωμένη» δεν ήταν, αντίθετα είχε ήδη υπογράψει την πρόσκληση για να παραδώσει τα κλειδιά στη διεθνή εποπτεία, παραχωρώντας, ότι πολυτιμότερο έχει ένας λαός, την Εθνική του Κυριαρχία. Ακολούθησε μια επώδυνη διαδικασία μείωσης των ελλειμμάτων με βάρβαρο τρόπο, επιλέγοντας ως κυρίαρχο μέσο την εσωτερική υποτίμηση και μάλιστα σε σφιχτά χρονικά όρια εφαρμογής. Το μείγμα οικονομικής πολιτικής που επελέγη, οδήγησε μεν στην εξάλειψή των ελλειμμάτων, ώθησε όμως ένα τεράστιο τμήμα του λαού μας στη φτώχεια και στην εξαθλίωση. Με άλλα λόγια, μαζί με τα απόνερα πετάξαμε και το μωρό από τη μπανιέρα.
Τελικά με την έξοδο από τα μνημόνια το 2018, η χώρα είχε αποκαταστήσει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική της ισορροπία και ταυτόχρονα στρώθηκε και ένας μακρύς διάδρομος βιωσιμότητας του χρέους 13 ετών, συνοδευόμενος και από ένα σημαντικό ταμείο ασφαλείας 37 δις Ευρώ. Έτσι, όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη μιας περιόδου δυναμικής ανάπτυξης και ανάκτησης τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα ενός σημαντικού μέρους της απολεσθείσας ευημερίας του λαού μας. Πέντε χρόνια αργότερα όμως οι εξελίξεις δείχνουν ανησυχητικές, μετριάζοντας τις προσδοκίες.
Η επανεμφάνιση του προβλήματος
Μπορεί η διόγκωση του εξωτερικού μας χρέους στα 400 δις Ευρώ να μην αποτελεί προς το παρόν το πρόβλημα αιχμής, αφού κυρίως ελέω πληθωρισμού η εικόνα που παρουσιάζει στη σχέση του με το ονομαστικό ΑΕΠ εμφανίζεται βελτιωμένη, δεν ισχύει όμως το ίδιο με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο εξελίσσεται ανησυχητικά. Έτσι, ενώ το 2019 το έλλειμμα ήταν στα 2,7 δις, το 2020 ανήλθε στα 10,96, το 2021 στα 12,3, για δε το 2022 αναμένεται η εκτόξευσή του στα 20 δις Ευρώ. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο παραδοσιακά είναι έντονα ελλειμματικό εις βάρος της χώρας μας, τα τελευταία τρία χρόνια όμως παρουσιάζει έντονα αυξητικές τάσεις.
Με βάση τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το σύνολο του έτους 2022 η χώρα μας κατέβαλε 93 δις Ευρώ για εισαγωγές και εισέπραξε για επίσης αυξημένες εξαγωγές 54,6 δις. Έτσι, το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε στα 38,4 δις, σε σχέση δε με το 2021 παρουσίασε αύξηση κατά 50,7%. Το ακριβές αποτύπωμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα το γνωρίζουμε στην επόμενη έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος, όταν θα είναι γνωστοί και οι υπόλοιποι λογαριασμοί που το απαρτίζουν. Όμως, επειδή τα στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο είναι γνωστά, όπως επίσης και το αποτέλεσμα από τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, οι οποίες ανήλθαν το διάστημα Ιανουαρίου με Νοέμβριο 2022 στα 17,4 δις Ευρώ, υπολογίζεται ότι για το σύνολο του έτους θα προκύψει ένα έλλειμμα περί τα 20 δις ή 9% επί του ΑΕΠ. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών ΟΟΣΑ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι απαισιόδοξες για τις εξελίξεις και για τα επόμενα δύο χρόνια (ΟΟΣΑ: 2023:-8,9%, 2024: -8,8%, Eurostat: 2023: -8,6%, 2024: -8,1%).
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει, ως γνωστόν, αρνητική συμβολή (Ex-Imp) στο σχηματισμό του Εθνικού Εισοδήματος. Υπολογίζεται τελικά, ότι θα περιορίσει την ανάπτυξη για το 2022 κατά 1,6%. Τη σημαντικότερη συμβολή στην κατά τα άλλα ικανοποιητική ανάπτυξη του ΑΕΠ, άνω του 5%, είχε για άλλη μια φορά η αυξημένη κατανάλωση (+9,5%), η οποία στηρίχθηκε από τις κρατικές δαπάνες, μέσω μιας οριζόντιας επιδοματικής πολιτικής, διευρύνοντας ταυτόχρονα το εξωτερικό μας χρέος, ελλείψει δημοσιονομικού χώρου.
Εξαγωγές: Κυριαρχούν τα καύσιμα και προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας
Η μελέτη του προβλήματος του ισοζυγίου πληρωμών απαιτεί την ταυτόχρονη ερμηνεία όλων των μεγεθών, τόσο των εξαγωγών όσο και των εισαγωγών. Και τούτο όχι μόνο για λόγους διακρίβωσης του όποιου ελλείμματος ή και πλεονάσματος από την ονομαστική διαφορά τους, αλλά και επειδή συχνά τα μεγέθη του ενός εισέρχονται στα μεγέθη του άλλου με τη μορφή στοιχείων κόστους ή αυτούσιας επανεξαγωγής. Για την οικονομία όμως μιας σύντομης παρουσίασης θα αρκεστούμε εδώ σε κάποιες απλές παρατηρήσεις καταρχάς ξεχωριστά για τις εξαγωγές και κατόπιν για τις εισαγωγές.
Όπως αναφέρθηκε οι εξαγωγές μας κατέγραψαν σημαντική βελτίωση το 2022. Αυτό επετεύχθη βασικά με την καθήλωση για πολλά χρόνια των μισθών και τη διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα του μοναδιαίου κόστους εργασίας καθώς και τις συγκριτικά με τους εμπορικούς μας εταίρους υψηλότερες τιμές, οι οποίες φούσκωσαν τα ονομαστικά μεγέθη, μειώνοντας όμως την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Όμως, επειδή ούτε οι μισθοί είναι δυνατόν να καθηλωθούν επί μακρόν σε επίπεδα κάτω της παραγωγικότητας, όπως και με την αναμενόμενη επιβράδυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών, λόγω της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής αλλά και του περιορισμού των δαπανών στήριξης για πανδημία και ενεργειακά που ήδη εφαρμόζουν, είναι πολύ παρακινδυνευμένη η άποψη, ότι το 2023 θα έχουμε μια νέα εκτίναξη των εξαγωγών.
Η σχετική πρόοδος που εμφάνισαν οι εξαγωγές μας το 2022 σε απόλυτα μεγέθη δεν ακολουθείται από μια αντίστοιχη εικόνα στη σύνθεσή τους. Την πρώτη θέση κατέχουν τα καύσιμα και πετρελαιοειδή, τα οποία με 20 δις Ευρώ συνεισφέρουν στο 26% του συνόλου της αξίας των εξαγομένων προϊόντων. Τα καύσιμα ως γνωστόν εισάγονται στη χώρα και μετά από επεξεργασία ή διύλιση στο μεγαλύτερό τους μέρος επανεξάγονται. Χωρίς να παραβλέπουμε τα οφέλη από τη διαδικασία, αξίζει να σημειωθεί ότι η συμβολή τους σε σύγκριση με τα προϊόντα μεταποίησης είναι υποδεέστερη, επειδή δεν απαιτούνται συνέργειες με άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις, ώστε να προκύψουν πρόσθετα εισοδήματα καθώς και νέες θέσεις εργασίας. Αξιοσημείωτο είναι εξάλλου το αρνητικό γεγονός, ότι η συμμετοχή του κλάδου στο σύνολο των εξαγωγών έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με τα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης επίπεδα.
Στις εξαγωγές εκτός καυσίμων σημαντική θέση κατέχουν τα τρόφιμα και ζώντα ζώα με 6,9 δις Ευρώ, τα βιομηχανικά με 8 δις, τα χημικά (κυρίως φάρμακα) με 6 δις, τα μηχανήματα με 5 δις , οι πρώτες ύλες, τα ποτά και ο καπνός, τα λάδια κλπ. Όπως και για το σύνολο των εξαγωγών το ίδιο ισχύει και για τις εξαγωγές χωρίς τα ενεργειακά προϊόντα όπου υπήρξε μια αξιοσημείωτη πρόοδος. Από 20,4 δις Ευρώ το 2007 εκτοξεύθηκαν σταδιακά στα 35 δις το 2022. Αυτές οι επιδόσεις προέκυψαν σε μια περίοδο έντονης δραστηριότητας στις διεθνείς συναλλαγές. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες καταγράφονται αυξήσεις των εξαγωγών, μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς από εκείνον της Ελλάδας. Σε στοιχεία της Eurostat αναφέρεται, ότι το ποσοστό συμμετοχής των ελληνικών εξαγωγών στο συνολικό σκορ της Ευρώπης έχει συρρικνωθεί (από το 1,5% το 2000 μειώθηκε στο 1,2% το 2021).
Εκτός αυτού, εκείνο που φανερώνει τη σχετική υστέρηση είναι η μικρή συμμετοχή των προϊόντων μεταποίησης καθώς και το χαμηλό μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας. Σε ότι αφορά το τελευταίο τα στοιχεία της βάσης δεδομένων των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO, CIP 2021) δείχνουν ότι η συμμετοχή ανερχόταν το 2019 μόνο στο 28%, ενώ καταγράφεται και επιδείνωση σε σχέση με το 2008 όταν οι επιδόσεις βρίσκονταν στο 38%. Συμπερασματικά, σε ότι αφορά την εξέλιξη των εξαγωγών, υπήρξε πράγματι μια σημαντική αύξηση τα χρόνια της μεγάλης ελληνικής κρίσης και στη συνέχεια, όταν οι επιχειρήσεις μας αναζήτησαν με επιτυχία νέες αγορές για την κάλυψη της μειωμένης εσωτερικής ζήτησης ως αποτέλεσμα της πτώσης του ΑΕΠ κατά 25%.
Όμως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους δεν είναι ικανοποιητικά, απέχουν δε πολύ από την αναμενόμενη αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου. Είναι ανάγκη, ελλείψει των υποτιμήσεων, που προσωρινά ήταν σε θέση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, να επισπευσθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που θα οδηγήσουν σε μετασχηματισμό του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης, με κυρίαρχο στοιχείο την έρευνα και την τεχνολογία, την οποία θα ακολουθήσει βελτίωση της προστιθέμενης αξίας σε διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Εισαγωγές: Ταχεία διόγκωση με προβληματική σύνθεση
Όπως αναφέρθηκε ο λογαριασμός των εισαγωγών κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ το 2022 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 42,2%, ενώ και μετά την αφαίρεση των πετρελαιοειδών πάλι καταγράφηκε αύξηση 25,9%. Η εξέλιξη αυτή είναι αρνητική, αφού ακόμη και με τη συμβολή του σημαντικού τουριστικού αποτελέσματος, εμφανίζεται ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο καλύπτεται συνήθως με εξωτερικό δανεισμό. Αποκαλυπτική εξάλλου είναι και η σύνθεση των εισαγωγών, η οποία παραπέμπει σε περαιτέρω σημαντικά ποιοτικά προβλήματα.
Τα εισαγόμενα αγαθά διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Τα καταναλωτικά, τα κεφαλαιουχικά και τα ενδιάμεσα. Με τις εισαγωγές ισχύει ότι και με τα δάνεια. Αν δανειζόμαστε για να καταναλώνουμε αυτό είναι αρνητικό. Αν αντίθετα με τα δάνεια πραγματοποιούμε επενδύσεις αυτό μεσομακροπρόθεσμα βελτιώνει τις προοπτικές μας για ανάπτυξη και ευημερία.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για την περίοδο Ιανουαρίου- Νοεμβρίου του 2022 οι εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων (άμεσης και διαρκούς κατανάλωσης) παρουσιάζουν μια πτωτική πορεία σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, συμμετέχοντας στο σύνολο των εισαγωγών (εκτός καυσίμων) με 36%. Αυτό είναι αξιοσημείωτα θετικό για μια οικονομία της οποίας το ΑΕΠ σχηματίζεται κατά 70% από την κατανάλωση.
Τα κεφαλαιουχικά αγαθά επίσης παρουσιάζουν μια πτωτική τάση συμμετέχοντας με 13% στο σύνολο των εισαγωγών πολύ κάτω από τα προ της ελληνικής κρίσης επίπεδα. Αυτό δείχνει, ότι η χώρα αδυνατεί να προσελκύσει επενδύσεις και να αυξήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες, οι οποίες θα εξασφάλιζαν βελτίωση της διατηρήσιμης ανάπτυξης. Επίσης φανερώνει και την αδυναμία της να παράξει προϊόντα, ώστε να καλύψει τουλάχιστον ένα μέρος από την εσωτερική ζήτηση, η οποία στρέφεται τώρα προς τα εισαγόμενα.
Τέλος, το 51% των συνολικών εισαγωγών για προϊόντα εκτός καυσίμων καλύπτεται από τα ενδιάμεσα αγαθά. Πρόκειται για πρώτες ύλες, εξαρτήματα για την παραγωγή τελικών προϊόντων, ανταλλακτικά, ηλεκτρονικά μέρη για παραγωγή συσκευών, χύδην υλικά προς συσκευασία κ.α. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια μικρή μετατόπιση της προσπάθειας για βελτίωση της παραγωγικής δομής της χώρας στην κατεύθυνση δημιουργίας επιχειρήσεων συναρμολόγησης, συσκευασίας ή και επεξεργασίας ημιτελών προϊόντων με στόχο τν ενσωμάτωση ικανής προστιθέμενης αξίας και την επανεξαγωγή τους ή ακόμη για την κάλυψη μέρους των αναγκών της εσωτερικής αγοράς. Η εξέλιξη αυτή απαιτεί τη δημιουργία νέων μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεων. Θα είναι επωφελής για τη χώρα αλλά και για τις ίδιες, όταν η προστιθέμενη αξία με τη χρήση εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων καθώς και την αξιοποίηση του καλά καταρτισμένου στελεχιακού μας δυναμικού, θα είναι σημαντική.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς