Αυτή δεν είναι Ευρώπη. Το απέδειξε και στην τελευταία σύνοδο των Βρυξελλών. Είναι καρικατούρα του προ δυο-τριών αιώνων εαυτού της, όταν οι αυτοκρατορίες κόμπαζαν για το επίπεδο του πλούτου της αριστοκρατίας τους και την ποιότητα των αγαθών της. Αυτή που ο Γάλλος διανοητής Πασκάλ Μπρυκνέρ χαρακτηρίζει «Ευρώπη των αυτοκρατοριών (που) καυχιόταν ότι ενσαρκώνει τον οικουμενισμό, αλλά αποδείχτηκε αφόρητα επαρχιώτικη. Βρετανοί και Γάλλοι αρκούνταν να επιβάλουν, στο όνομα του πολιτισμού, εδώ την πουτίγκα και το τσένταρ, εκεί την μπαγκέτα και το κόκκινο κρασί». Τέτοια ευφορία.
Πίσω εκεί έχει πάει ολοταχώς. Το δείχνουν οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις, η βουλιμία της ελίτ, η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, οι τερατώδεις αυξήσεις στα ράφια των σούπερ μάρκετ, η συμπεριφορά στη δημόσια υγεία, η ανεργία, οι μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας στο Παρίσι και τις άλλες πρωτεύουσες της δοκιμαζόμενης ηπείρου. Το δείχνει η αμήχανη εμμονή Μακρόν, Σολτς, Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν και άλλων αρχιερέων (συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων τους) της αποτυχημένης ΕΕ στη διάλυση των κοινωνικών ισορροπιών και τη βίαιη φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων. Το δείχνει η πολιτική των αναξιοπρεπών κουπονιών σίτισης και άλλων παροχών, όπου κι αν εφαρμόζεται.
Υπάρχει όμως και η οπτική από την αντίθετη γωνία. Από αυτήν που φαίνεται με καθαρό μάτι πόσο παράλογες, αντιαναπτυξιακές και καταστροφικές είναι οι ντιρεκτίβες του αμαρτωλού ευρωπαϊκού ιερατείου. Είναι η γωνία της υπό τον Πέδρο Σάντσεθ κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών-Podemos της Ισπανίας, η οποία τις αγνόησε παντελώς και επιχειρεί να χτίσει την άλλη κοινωνία: αυτήν της ανάπτυξης και της άμβλυνσης των αντιθέσεων σε μια εποχή που αυτό έμοιαζε ακατόρθωτο. Μετρημένα είναι τα βήματα και μπορεί να μην ξεσηκώνουν επαναστατικό ενθουσιασμό, αλλά είναι βήματα προς το σαφώς καλύτερο. Τέλος πάντων κάτι διαφορετικό από αυτό που ζούμε όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Μιλούν οι αριθμοί, μιλούν και οι πολιτικές επιλογές με τις οποίες έφτασε σ’ αυτό το σημείο η χώρα: αύξησε το ΑΕΠ της κατά 5,5%, την ώρα που ο μέσος όρος στην ευρωζώνη καταγράφεται στο 3,5% και την ασθμαίνουσα πλέον Γερμανία των όλο και περισσότερων νεόπτωχων (κυρίως συνταξιούχων) στο 2%. Το πέτυχε με παρεμβάσεις στις τιμές τροφίμων, ενέργειας, καθώς επίσης και στα ενοίκια. Το πέτυχε επιβάλλοντας εισφορά αλληλεγγύης όχι στον μισθωτό και τον συνταξιούχο αλλά στις τράπεζες, τις εταιρείες ενέργειας και τους πολυεκατομμυριούχους. Κατάργησε τον ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί, τα αρτοσκευάσματα, το γάλα, τα τυροκομικά, τα φρούτα και τα λαχανικά. Όχι, δεν κατέρρευσε το δημόσιο ταμείο. Αντιθέτως ανέβηκαν θεαματικά τα φορολογικά έσοδα για τον απλό λόγο, ότι αυξήθηκε η κατανάλωση. «Πρέπει να υπάρξει δίκαιη κατανομή βαρών», είπε απλά ο Σάντσεθ, όταν του ζητήθηκε να αιτιολογήσει την πολιτική του. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Αντιμετωπίζει ωστόσο προβλήματα στον τομέα της δημόσιας υγείας. Όχι στο σύνολο της επικράτειας αλλά στην πρωτεύουσα. Πώς έτσι; Επειδή η επικεφαλής της περιφερειακής κυβέρνησης της Μαδρίτης, η συντηρητική Ισαβέλ Ντίαθ Αγιούσο (η αποκαλούμενη και Ισπανίδα Τραμπ) βάλθηκε να το ξεκάνει προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση υγειονομικών και του κόσμου ολόκληρου. Μένει για τον Σάντσεθ να δείξει με ποιο τρόπο μπορεί να παρέμβει. Μένει και για τους Μαδριλένους να κάνουν τις επιλογές τους στις προσεχείς εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις στην Ιβηρική καταρρακώνουν τους ισχυρισμούς των νεοφιλελεύθερων ηγετών της Ευρώπης, ότι κοινωνικές πολιτικές είναι ανεφάρμοστες σήμερα. Η σύγκλιση της νέας γενιάς των σοσιαλδημοκρατών με την κεντροαριστερά της σύγχρονης εποχής αποδεικνύει ότι και λύσεις έχει, και ψάχνει με αξιώσεις κατευθύνσεις σε ακόμα πιο θεμελιώδη ζητήματα ανάπτυξης. Δεν έχει παρά να πετύχει.
Έτσι κι αλλιώς η κυρίαρχη μέχρι σήμερα νεοφιλελεύθερη πολιτική εφαρμόζοντας τα δικά της οράματα για τη διεθνή οικονομία και την κοινωνία του 1/3 (ή μήπως και λιγότερο;) έφτασε στα όριά της. Η φράση του Φρανκλίνου Ρούσβελτ «το σημάδι της προόδου μας δεν είναι αν προσθέτουμε περισσότερα στην αφθονία αυτών που έχουν πολλά, αλλά να δίνουμε αρκετά σ’ αυτούς που έχουν λίγα» δεν έρχεται από το παρελθόν. Από το μέλλον έρχεται.