Η Ρωσία ανακοίνωσε τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα από τον Μάρτιο. Η είδηση οδήγησε αμέσως στην αύξηση των τιμών του Brent και του αμερικανικού αργού. Και μένει να δούμε που θα φτάσουν οι τιμές στα πρατήρια καυσίμων.
Τρία ζητήματα προκύπτουν πάντως από την κίνηση της Μόσχας:
Πρώτον: Δώδεκα μήνες μετά την εισβολή στην Ουκρανία, ο ρωσικός κρατικός προϋπολογισμός αρχίζει να υφίσταται τις οικονομικές συνέπειες των πολεμικών δαπανών και τις δυσκολίες από τις δυτικές κυρώσεις.
Σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον με ενδείξεις επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, οι τιμές του αργού έφθασαν στα χαμηλότερα επίπεδά τους με προοπτική να μειωθούν ακόμη περισσότερο.
Μετά από ένα εμπορικό πλεόνασμα ρεκόρ το 2022, το οποίο είχε φέρει το ρούβλι σε υψηλό πενταετίας, η Μόσχα αποσύροντας από την αγορά περίπου το 0,5% της παγκόσμιας παραγωγής, βοηθά να ενισχυθούν οι τιμές και τελικά τον ίδιο τον ΟΠΕΚ. Το διεθνές καρτέλ έχει πειθαρχήσει άλλωστε σε αυτό το πλαίσιο και είναι απίθανο να αυξήσει την παραγωγή για να αντικαταστήσει τη ρωσική προσφορά. Την ίδια ώρα, η παραγωγή πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής έχει σταματήσει να αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι το ρωσικό πετρέλαιο που διατίθεται με μεγάλη έκπτωση, θα εξακολουθήσει να εξάγεται με καλύτερη τιμή. Αυτό είναι το στοίχημα της Ρωσίας.
Δεύτερον: Η κίνηση της Μόσχας γίνεται σε μια φάση αναδιάρθρωσης και κατακερματισμού των αγορών ενέργειας που ακολουθεί εκείνη της αγοράς προϊόντων. Οι αλυσίδες εφοδιασμού αναδιαρθρώνονται. Η Ινδία, η Κίνα και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας αρνούνται να υιοθετήσουν τις δυτικές κυρώσεις, επειδή ωφελούνται από το φθηνό ρωσικό πετρέλαιο. Οι χώρες λοιπόν, που εξακολουθούν να έχουν ανοιχτή σχέση με τη Μόσχα δεν θα έχουν προβλήματα εφοδιασμού.
Η ΕΕ το κύριο θύμα
Το κύριο θύμα είναι η Ευρώπη επειδή έχασε τον ιστορικό ενεργειακό της εταίρο, τη Ρωσία, και επειδή δεν φαίνεται ικανή ούτε να υπερασπιστεί ούτε να οικοδομήσει μια σταθερή σχέση με τις αφρικανικές χώρες που συνορεύουν με τη Μεσόγειο. Την ίδια ώρα ,όπως έδειξε και η τελευταία σύνοδος κορυφής των 27, η Ευρώπη δεν έχει βρει -ούτε φαίνεται να βρίσκει-μια κοινή συνεκτική απάντηση στον νόμος Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), που επιχορηγεί με 400 δισεκατομμύρια τις πράσινες επενδύσεις στην Αμερική. Οι χώρες με ευρύ δημοσιονομικό χώρο αρνούνται να βοηθήσουν τον φτωχότερο Νότο.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι επίσης πολύ ακριβές και δεν είναι συμβατές με την επιβίωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Εκτός και αν υποθέσουμε μια κολοσσιαία προσπάθεια για την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Με ότι αυτό σημαίνει.
Τι θα γίνει με τον πληθωρισμό
Τρίτον: Η κίνηση της Μόσχας μπορεί να επηρεάσει και τις ευρωπαϊκές νομισματικές πολιτικές. Η υποχώρηση του πληθωρισμού και οι προσδοκίες ότι αυτή η μείωση μπορεί να συνεχιστεί, έχει οδηγήσει την ΕΚΤ στην εκτίμηση ότι η οικονομία δεν θα μπει σε σοβαρή ύφεση. Αν οι τιμές του πετρελαίου αυξηθούν όμως λόγω εξωγενών παραγόντων και γεωπολιτικών εντάσεων για παράδειγμα, αυτή η εκτίμηση δεν θα επαληθευτεί. Ο κίνδυνος είναι η Ευρωζώνη να βρεθεί σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού – χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης ή ακόμα και ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού. Είναι η χειρότερη κατάσταση τόσο για την ΕΚΤ όσο και για την πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων, που θα βρεθούν αντιμέτωπες με κοινωνικές εντάσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, νικητής θα είναι όποιος εξασφαλίσει ενεργειακούς πόρους με χαμηλό κόστος. Όσοι αποτύχουν να το κάνουν, θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα παγόβουνο, χωρίς πολλά περιθώρια ελιγμών. Όπως ο Τιτανικός…