Μία πρόσκληση στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι για δείπνο στο Παρίσι ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει νέα σύγκρουση κορυφής στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήταν εντελώς «ακατάλληλο» εκ μέρους του Εμανουέλ Μακρόν, διεμήνυσε η Ιταλίδα πρωθυπουργός, Τζόρτζια Μελόνι, για να λάβει μία απάντηση από τη γαλλική προεδρία, που λίγο – πολύ έλεγε ότι δεν χρειάζεται την άδεια κανενός για να προσκαλέσει έναν άλλο ηγέτη ή να επιλέξουν τη μορφή, που η επίσκεψη θα έχει.
Το πρόβλημα της Μελόνι δεν ήταν βεβαίως το δείπνο, αλλά το γεγονός ότι η κάθε χώρα ακολουθεί τη δική της γραμμή, προωθεί τη δική της ατζέντα και τα περί ευρωπαϊκής ενότητας μένουν σταθερά στα λόγια. Θα έλεγε κανείς ότι είναι ειρωνικό οι διαμαρτυρίες αυτές να προέρχονται από μία εκπρόσωπο της ακροδεξιάς, που υπό άλλες συνθήκες ελάχιστα θα ενδιαφερόταν για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Η έκρηξη της Μελόνι και ευρύτερα η αντίδραση της Ιταλίας – που δεν βλέπει την αλληλεγγύη που θα ήθελε ούτε στο άλλο κρίσιμο μέτωπο, αυτό του μεταναστευτικού- είναι ενδεικτική της επίμονης αδυναμίας των Ευρωπαίων για κοινό βηματισμό.
27 κράτη – μέλη στέκονται ενωμένα υποτίθεται απέναντι στη Ρωσία, αλλά στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης έσπασαν σε δύο μπλοκ (καταλήγοντας σε έναν χλιαρό συμβιβασμό με πολλά κενά). Στην αποστολή αμυντικού εξοπλισμού οι διαφωνίες είναι ακόμη εντονότερες, ενώ κοινή θέση δεν υπάρχει ούτε ως προς το πόσο γρήγορα θα έπρεπε να ενταχθεί η Ουκρανία στο μπλοκ.
Αυτή η Ένωση στην οποία όλοι συμφωνούν πως διαφωνούν καλείται όμως να αντιμετωπίσει μία πρόκληση 369 δισ. δολαρίων. Είναι το ποσό με το οποίο επιδοτεί ο Τζο Μπάιντεν τις αμερικανικές βιομηχανίες για να πετύχουν την πράσινη μετάβαση και να αντιμετωπίσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Ο Νότος και η περιφέρεια ζητούν πανευρωπαϊκές απαντήσεις και έκδοση κοινού χρέους, για να συναντήσουν την επίμονη αντίσταση της Γερμανίας και των δορυφόρων της, που τους αρκεί να δουν το πλαίσιο για κρατικές ενισχύσεις να χαλαρώνει. Είναι οι χώρες που αισθάνονται δυνατές, αφού μπορούν να ρίξουν άμεσα ζεστό χρήμα στις τοπικές αγορές τους, είναι τα μέλη που από συνήθεια θα έλεγε κανείς λένε σε κάθε ενιαία πρωτοβουλία «nein». Έως πότε; Έως ότου η άρνηση της πραγματικότητας στοιχίσει και στα ίδια τη φυγή των βιομηχανιών τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.