Οι κώδικες επικοινωνίας των κεντρικών τραπεζιτών με τις αγορές δεν είναι απλή υπόθεση. Το ηχόχρωμα μιας λέξης της Κριστίν Λαγκάρντ ή ένας μορφασμός του Τζερόμ Πάουελ αρκούν ενίοτε για να απογειώσουν το ευρώ και τις αποδόσεις των ομολόγων ή να βυθίσουν το δολάριο. Κάπως έτσι ήρθαν περίπου τα πάνω κάτω και την περασμένη Πέμπτη: Η Λαγκάρντ δεν είπε ότι η απόφαση για νέα αύξηση των επιτοκίων τον Μάρτιο κατά 50 μονάδες ήταν ομόφωνη, είπε πως ήταν «ο καρπός συμβιβασμού». Και επίσης διαμήνυσε ότι η προοπτική νέας αύξησης τον Μάιο δεν είναι δεσμευτική.
Η φράση αυτή δεν σημαίνει απαραιτήτως πως τα «περιστέρια» της Φραγκφούρτης έκαναν επανάσταση κόντρα στα «γεράκια» – και, πολύ περισσότερο, δεν σημαίνει πως κέρδισαν και τον πόλεμο. Οι αγορές όμως, που αδημονούν να δουν τους τίτλους τέλους στον κύκλο του ακριβού χρήματος, είδαν φως. Παραφράζοντας τον Τσόρτσιλ, θεώρησαν ότι αυτό μπορεί να μην είναι το τέλος αλλά είναι η αρχή του τέλους, τα χρηματιστήρια ανέβηκαν και οι αποδόσεις των ομολόγων έπεσαν. Και γενικώς, όπως λέει το Bloomberg, προτίμησαν να δώσουν περισσότερη σημασία στα data του TTF και της Eurostat παρά στα όσα είπε η Λαγκάρντ: Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρωζώνη έχουν κάνει βουτιά και ο πληθωρισμός του Ιανουαρίου είχε απροσδόκητη πτώση στο 8,5% από το ρεκόρ του 10,7% τον Οκτώβριο.
Το γεγονός ότι ο δομικός πληθωρισμός παραμένει στο ιστορικό υψηλό του 5,2% προτίμησαν να το αγνοήσουν. Ο χρόνος θα δείξει εάν έπραξαν σωστά – εν τέλει, άλλωστε, εάν η Λαγκάρντ έστειλε το λάθος μήνυμα ή οι αγορές ερμήνευσαν λάθος το μήνυμα, τόσο το χειρότερο για τις αγορές. Εάν ο πληθωρισμός αποδειχθεί ακόμη πιο επίμονος και τα επιτόκια πάνε ακόμη πιο ψηλά, θα χρειαστεί να επανεκτιμήσουν τη στάση τους και να κάνουν νέες αποτιμήσεις. Μόνον που όσο πιο πρώιμο είναι το πάρτι, τόσο πιο μεγάλη είθισται να είναι και η ζημιά της διόρθωσης.