«Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει» δεν έρχεται σήμερα από τον αρκτικό κύκλο. Μπορεί ο χιονιάς που σκεπάζει τη χώρα να θυμίζει τον «θλιμμένο ποιητή» Γ. Ζαλοκώστα, τότε που οι άγριοι χειμώνες σπέρναν την απελπισία στη φτωχολογιά των περασμένων αιώνων, αλλά η βιομηχανική και ακολούθως η τεχνολογική επανάσταση τα έλυσαν τα προβλήματα αυτά. Τα επαναφέρει η ακόρεστη δίψα των μεγάλων κουμανταδόρων της ενέργειας και η νεοφιλελεύθερη ματαιοδοξία της Bundesbank και της ευρωπαϊκής τραπεζικής ακολουθίας της.
Έχει ξεπεράσει τα όρια της «προβληματικής» για τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά η θέρμανση στην Ευρώπη κι έχει καταστεί σχεδόν απαγορευτική για την πλειονότητα των πολιτών στην Ελλάδα, μέρες που ‘ναι. Εμ δεν φταίει ούτε η Ρωσία, ούτε η Κίνα. Άλλες είναι οι ευθύνες τους στην αναζωπύρωση των αντιπαραθέσεων (ένοπλων και μη) στην πολυπόθητη για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ανατολή. Στο μεταξύ η Κίνα χτίζει στην αυτοκρατορία της πάνω στα κέρδη από τα φτηνά προϊόντα που διαθέτει στη Δύση και η Ρωσία έχει ανοιχτούς τους κρουνούς του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ακόμα και προς τις ΗΠΑ, της οποίας τις δεξαμενές γεμίζουν ανελλιπώς από τον «προαιώνιο εχθρό της».
Από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις αμερικανικής έμπνευσης κυρώσεις δεν υποφέρουν τα μεγαθήρια της ενέργειας. Πρωτοφανή είναι τα κέρδη που κατέγραψε ο κολοσσός Shell για το 2022 κι από κοντά η Exxon Mobil. Στα 39,9 δισεκατομμύρια δολάρια ανέβηκε ο δείκτης των κερδών της πρώτης, τα υψηλότερα των 115 ετών της λειτουργίας της και υπερδιπλάσια αυτών του 2021 (19,29 δισ.) λέει το ρεπορτάζ. Την οργή του Λευκού Οίκου, που έκανε λόγο για εξωφρενικά κέρδη, προκάλεσε η δεύτερη ανακοινώνοντας κέρδη 55,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν πένεται λοιπόν ούτε η μια ούτε η άλλη. Με τις παράλογες τιμές πώλησης της ενέργειας πένεται το μέσο νοικοκυριό στην Ευρώπη κι ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα της διαρκούς κρίσης. Σφίγγει η θηλιά και γύρω από το λαιμό επιχειρηματιών και μικρομεσαίων επαγγελματιών.
Άλλη μια θηλιά τους ετοίμασε η Κριστίν Λαγκάρντ με την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων ακολουθώντας τις οδηγίες των γερμανικών τραπεζικών κύκλων, μπας και πιάσουν τον σφυγμό της FED. Για τη χώρα μας ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα. Ούτε «ζήσε Μάη να φας τριφύλλι» δεν μπορεί να τάξει κάποιος πια στους δανειολήπτες όλων των κατηγοριών (στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων), με τη νέα αναπροσαρμογή που τους περιμένει τους αμέσως προσεχείς μήνες. Ήδη 30% έχει ανέβει η μηνιαία δόση του στεγαστικού δανείου, την ώρα που και οι αυξήσεις στα σούπερ μάρκετ ξεπέρασαν τις αντοχές των πολλών. Πώς θα βγει λοιπόν όχι μόνο ο χειμώνας αλλά ολόκληρη η χρονιά για τη δοκιμαζόμενη κοινωνία; Πώς θα κριθεί η αντοχή του μέσου νοικοκυριού με την αύξηση του δημοσίου χρέους, που ξεπέρασε τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ;
«Μα το χρηματιστήριο πάει μια χαρά», έλεγε προχτές αβανταδόρος της εύκολης (και γεμάτης ρίσκα) επένδυσης, απ’ αυτούς που την περίοδο του 2000 έβλεπαν να ανοίγει ο νέος «χρυσούς αιών» της Αθήνας. Το χρηματιστήριο όμως, για να ζυγίσει τις δυνατότητές του, πρέπει εν πρώτοις να περιμένει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους διεθνείς οίκους και κατά δεύτερον να κοιτάει προς τη μητρόπολη του καπιταλισμού και ιδίως τη Wall Street, η οποία δείχνει να ανησυχεί από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Μια νέα διεθνής οικονομική κρίση δεν είναι πλέον ένα ακραίο σενάριο στα κινηματογραφικά πλατό. Είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Ορατή δεν είναι η προοπτική ενός νέου Φρανκλίνου Ρούσβελτ, που αυτή τη φορά όμως θα παρέμβει πριν έναν μεγάλο παγκόσμιο πόλεμο ή ένα μεγάλο κραχ και φυσικά πριν είναι πολύ αργά για τις αλληλεξαρτώμενες διεθνώς οικονομίες.