Βρισκόµαστε στην τρίτη και τελευταία µέρα συζήτησης στη Βουλή της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης µε αφορµή το θέµα των υποκλοπών και ακόµη δεν γίναµε πιο… σοφοί για το τι πραγµατικά έχει συµβεί.
Οι τόνοι συχνά – πυκνά ανεβαίνουν, όπως και τα ντεσιµπέλ από τις φωνές των πολιτικών και από τις δύο παρατάξεις. Πρώτος στόχος, το ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις, ενώ η ουσία της συζήτησης µένει σε δεύτερο πλάνο. Μία ουσία που σπανίως αναδεικνύεται από ανάλογες συζητήσεις, µε ευθύνη των ιδίων των πολιτικών, που επιµένουν να αποφεύγουν τη σε βάθος προσέγγιση.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι και αυτή η τριήµερη συζήτηση θα κλείσει δίχως ουσιαστικό συµπέρασµα. Όσο για την ψηφοφορία, το αποτέλεσµά της είναι αναµενόµενο (εκτός απροόπτου).
Στη λήξη της καταµέτρησης των ψήφων, κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα εκκινήσουν εκ νέου, µε στόχο τις εκλογές, από το σηµείο όπου βρίσκονταν λίγο – πολύ πριν από την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας.
Θα είχε ενδιαφέρον, πάντως, αν την επόµενη φορά (ανεξάρτητα από το ποιος θα κυβερνά και ποιος θα βρίσκεται στα αντιπολιτευτικά έδρανα της Βουλής) ακούγαµε µία αποκαλυπτική δηµόσια συζήτηση, στοχευµένη στο θέµα που θα αφορά η πρόταση δυσπιστίας, δίχως κορόνες εντυπωσιασµού.
Θα είχε ενδιαφέρον οι πολιτικοί να υποστηρίξουν τις θέσεις τους µε ψύχραιµη σκέψη και φωνή.
Το να διασταυρώνουν διαρκώς τα ξίφη τους -εντός και εκτός Κοινοβουλίου- µε τον τρόπο που µας έχουν συνηθίσει, δεν ωφελεί κανέναν…