Η κακοκαιρία «Ελπίς» τον περσινό Ιανουάριο έλαβε και πολιτικές προεκτάσεις, με την αξιωματική αντιπολίτευση να καταθέτει πρόταση δυσπιστίας. Τέτοιες μέρες.
Δεν τελεσφόρησε. Δεν υπήρξε στη Μεταπολίτευση πρόταση δυσπιστίας που να τάραξε την εκτελεστική εξουσία. Κατ’ αρχάς, γιατί γίνεται δεκτή (άρθρο 84 παρ. 6 εδ.β), μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Ακόμη, όμως, -θεωρητικά πάντα κι αν περάσει, δεν οδηγεί αυτομάτως σε κάλπες, αλλά σε διερευνητικές εντολές.
Γιατί, λοιπόν, η μέγιστη αντιπολιτευτική πράξη εντός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών -μπορεί να υποβληθεί όχι μόνο από την αξιωματική, αλλά κι από μια ισχυρή ελάσσονα αντιπολίτευση, που στην παρούσα Βουλή δεν υπάρχει γίνεται άσκηση επί χάρτου;
Η προφανής εξήγηση συμπυκνώνεται στην αποφθεγματική ρήση: «Ο δικός μπορεί να πει, μα ν’ ακούσει δεν μπορεί». O βουλευτής/βουλεύτρια της συμπολίτευσης μπορεί ακόμη και αυστηρά να κρίνει, αλλά όταν ο πολιτικός αντίπαλος κάνει το ίδιο, δεν το αφήνει. Ξεχάστε την ευγένεια, άλλη είναι εδώ η έγνοια. Εκτίθεται η κομματική «οικογένεια».
Κι αυτό στο δικό μας σύστημα, το πρωθυπουργο κεντρικό, πάει στο κοινοβουλευτικό. Οι θητείες είναι ταυτισμένες απολύτως με την τύχη του πρωθυπουργού. Κάτι δείχνει για την αρχή ελέγχων και ισορροπιών.
Περιμένοντας την ημερομηνία των εκλογών, μέχρι την Παρασκευή το βράδυ θα πέσει στη Βουλή παραγάδι.
Οι μεν θα ξεφεύγουν από το κυρίως θέμα και θα απλώνονται σε όλα τα ύδατα της πολιτικής τους, οι δε θα παίζουν με δυναμική στο ασφυκτικά συγκροτημένο επίπεδο της «μετωπικής».
Σε επίπεδο κομματικής αριθμητικής μπορούν να μιλούν για κερδισμένους και χαμένους.
Σε επίπεδο εντυπώσεων μπορούν να κάνουν ταμείο.
Σε αξιολογικό επίπεδο, όμως, μπορούν να χαίρονται και να χαμογελούν, μόνο «αν η Eλλάς θέλει να τάττηται ηθικώς εν κατηγορία δευτερεούση». Δεν βλέπω, όμως, και πολλούς ιδρωμένους από την αγωνία και την αναμονή.
Από την έντυπη έκδοση