Skip to main content

Τι συμβαίνει με την ατμομηχανή της Ευρώπης ή Quo Vadis Germania;

Αν μια χώρα χτυπήθηκε οικονομικά περισσότερο ίσως από κάθε άλλη, τόσο από την πανδημία όσο και από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η Γερμανία.

Του Χαράλαμπου Γκότση

Καθηγητή Οικονομικών, τ. Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

 

Ότι το 2023 θα είναι μια δύσκολη χρονιά, αποτελεί πλέον κοινή πεποίθηση όλων των έγκυρων αναλυτών. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, είναι επόμενο, ότι καμιά οικονομία δε βρίσκεται στο απυρόβλητο.Όμως, σε κάθε κρίση, ο βαθμός που πλήττεται κάθε χώρα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στην παρούσα πολυεπίπεδη και ατέρμονη κρίση τρία είναι τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τη σφοδρότητα που εντέλει αφήνει το αποτύπωμά της.

Πρώτον, η ενεργειακή εξάρτηση, δεύτερον ο βαθμός συμμετοχής του εξωτερικού τομέα στο σχηματισμό του ΑΕΠ της και τρίτον η αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών παρεμβάσεων.Σημαντική συμμετοχή επίσης έχει το εκάστοτε επίπεδο ανταγωνιστικότητας, αλλά και οι εναλλακτικές που διαθέτει η χώρα για να επιλέξει την ορθή. Κυρίως σε μια εποχή όπου οι μεγάλοι οικονομικοί σχηματισμοί, ΗΠΑ, Ευρώπη και Κίνα, έχουν ήδη εισέλθει όλοι ταυτόχρονα σε φάση επιτάχυνσης της συρρίκνωσης στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Στο μάτι του κυκλώνα η Γερμανία

Αν μια χώρα χτυπήθηκε οικονομικά περισσότερο ίσως από κάθε άλλη, τόσο από την πανδημία όσο και από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η Γερμανία. Εντελώς ξαφνικά, διερράγησαν όχι μόνο οι πολιτικοί δεσμοί της με τη Ρωσία, αλλά ταυτόχρονα ετέθη και το επιτυχημένο οικονομικό της μοντέλο σε βαθιά αμφισβήτηση.

Το οικοδόμημα που στηρίχθηκε για δεκαετίες στην εισαγωγή φτηνών ενεργειακών και άλλων πρώτων υλών από τη Ρωσία για την παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντων, τα οποία προωθούσε στη συνέχεια στην κινεζική αγορά, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, φαίνεται ότι απότομα έφτασε στο τέλος του.

Η συνεργασία με τα αυταρχικά καθεστώτα, όσο λειτουργούσε σε ήρεμα πολιτικά νερά, καλά κρατούσε. Τα πράγματα όμως άλλαξαν και η πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει να αποδεχθεί, ότι έχει μπροστά της ένα τιτάνιο έργο ριζικών αλλαγών, οι οποίες θα οδηγήσουν αν όχι σε ένα άλλο μοντέλο, τουλάχιστον σε ένα ριζικά αναμορφωμένο,με πρώτη προτεραιότητα τη διόρθωση  των  λαθών του παρελθόντος, κυρίως σε ότι αφορά στην ενεργειακή της πολιτική.

Είναι αλήθεια, ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά από την τότε γερμανική κυβέρνηση (Υπ. Οικονομικών PeerSteinbrueck, SPD) με μια γενναία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική κευνσιανών επιλογών.

Ακόμη και η διαχείριση της πανδημίας, στην πρώτη πιο σημαντική της φάση, ξεπεράστηκε με  κάποιες σημαντικές μεν παραχωρήσεις, κυρίως στην αποδοχή του αμοιβαίου ευρωπαϊκού δανεισμού για  συγκέντρωση κεφαλαίων  του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν ήταν όμως ικανή να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για μια ριζική αλλαγή του συστήματος.Τα 750 δις Ευρώ που κόστισαν στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό τα μέτρα καταπολέμησης των επιπτώσεων τη διετία 2020-21, αντιμετώπισαν άμεσες ανάγκες που προέκυψαν σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις,  δεν άφησαν όμως αξιόλογο αποτύπωμα τόσο στη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, όσο και στις υποδομές της χώρας.

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν και τα 200 δις Ευρώ που αποφασίστηκε να διατεθούν για την θωράκιση της χώρας από το ενεργειακό τσουνάμι,  το οποίο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Στο πεδίο εφαρμόζεται μια γενναιόδωρη πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των ενεργοβόρων επιχειρήσεων καθώς και στοχευμένη ελάφρυνση των λογαριασμών των νοικοκυριών με στόχο την αποφυγή πτωχεύσεων επιχειρήσεων και εξαθλίωση των ευάλωτων πολιτών.

Η εγκατάλειψη της πολιτικής των μηδενικών ελλειμμάτων του κ. Schaeuble είχε τα αποτελέσματά της, σε ότι αφορά τη ρύθμιση της οικονομίας, με αποτέλεσμα  η γερμανική οικονομία να μην διολισθήσει σε βαθιά ύφεση, κάτι που είχαν προβλέψει στις εκθέσεις τους όχι μόνο υπερεθνικοί φορείς, αλλά και οι κοινές εκτιμήσεις των τεσσάρων σημαντικότερων ινστιτούτων μελέτης της οικονομικής συγκυρίας της Γερμανίας(Φθινοπωρινές εκτιμήσεις).

Τελικά, τα πρώτα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν για τις συνολικές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας για το  2022 από τη στατιστική υπηρεσία της χώρας, έδειξαν μεν μια επιβράδυνση, το ΑΕΠ της χώρας όμως αυξήθηκε  απροσδόκητα κατά 1,9%, εκπλήσσοντας τους πάντες θετικά.Οι αντοχές που επέδειξαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις ήταν αποτέλεσμα του ήπιου χειμώνα σε ότι αφορά στην ενεργειακή επιβάρυνση, των κρατικών ενισχύσεων καθώς και μιας ανθεκτικής αγοράς εργασίας.

Αυτά συνετέλεσαν, ώστε να παραμείνει η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα σταθερή, που αποτέλεσε και το κλειδί για τα θετικά αποτελέσματα.Η εξέλιξη αυτή, όπως ήταν φυσικό, συνετέλεσε στο γεγονός ότι και οι νεότερες προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας το 2023  να είναι λιγότερο απαισιόδοξες,  εκτιμώντας ότι αυτή θα κινηθεί μεταξύ ήπιας ύφεσης και στασιμοπληθωρισμού.   Εκτιμάται δηλαδή, ότι το ΑΕΠ θα κινηθεί μεταξύ -1 και +1%, ανάλογα με τις εξελίξεις στον τομέα της διαμόρφωσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων.

Στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής

Το γεγονός, ότι η τρέχουσα οικονομική πολιτική κατάφερε να απομακρύνει τη χώρα από τη μέγγενη μιας βαθιάς ύφεσης αυτό δε σημαίνει, ότι και το μέλλον της χώρας διαγράφεται λαμπρό, σε περίπτωση που δεν προχωρήσει σε μεγάλες τομές σε κρίσιμους τομείς.

Ήδη, πριν από την εμφάνιση της πανδημίας και το ξέσπασμα του ουκρανικού πολέμου που δημιούργησαν μεγάλα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες για ενδιάμεσα και τελικά αγαθά, κυρίως από τις ασιατικές αγορές, αλλά και στον εφοδιασμό της χώρας με ενεργειακά προϊόντα, σημαντικά για τη λειτουργία της βιομηχανίας αλλά και την εξασφάλιση θέρμανσης για τα νοικοκυριά, υπήρξαν ενδείξεις για σημαντικές δυσκαμψίες στη λειτουργία του  οικονομικού συστήματος που απομάκρυναν την οικονομία από το δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Όλα δείχνουν συνεπώς, ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι συγκυριακά αλλά διαρθρωτικά και δηλωτικά μιας νέας εποχής, της οποίας τα χαρακτηριστικά μας είναι προς το παρόν άγνωστα.

Μερικά Παραδείγματα:

(α) Μεγάλο πρόβλημα στις υποδομές

Σε έρευνα του φιλοεπιχειρηματικού Ινστιτούτου για τη Γερμανική Οικονομία (IW) διαπιστώνεται, ότι τέσσερις στις πέντε βιομηχανικές επιχειρήσεις θεωρούν ότι επηρεάζονται αρνητικά στη λειτουργία τους, λόγω της κακής κατάστασης των υποδομών. Κυρίως αναφέρονται στο «παρατημένο» οδικό δίκτυο καθώς και σε επικίνδυνες γέφυρες. Να σημειωθεί, ότι 3.000 γέφυρες του εθνικού δικτύου αυτοκινητοδρόμων, στις περίφημες «Autobahn», έχουν κατασκευαστεί πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και θα έπρεπε προ πολλού να έχουν αντικατασταθεί. Μεγάλα προβλήματα παρατηρούνται επίσης και στις ενεργειακές υποδομές όπως και στη χωρητικότητα και τον εκσυγχρονισμό των λιμανιών. Κυρίως η απερισκεψία μιας ολοκληρωτικής εξάρτησης από τις γραμμές εφοδιασμού ρωσικού αερίου, είναι ένα γεγονός που οποίου η ευθύνη διαπερνά το σύνολο των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών. Είναι γνωστό, ότι πριν ξεσπάσει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος η χώρα δεν διέθετε ούτε μία δεξαμενή αποθήκευσης LNG.

(β) Το γερμανικό γεφύρι της Άρτας ή αλλιώς το Αεροδρόμιο του Βερολίνου

Η ιδέα για την κατασκευή ενός νέου, σύγχρονου, ευμεγέθους αεροδρομίου, με στόχο να αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς κόμβους μεταφοράς προσώπων και προϊόντων,  εμφανίσθηκε αρχικά πριν από τριάντα χρόνια, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας, όταν πολλά έπρεπε να ανασχεδιαστούν και να προσαρμοστούν στις νέες ανάγκες και συνθήκες.

Οι μελέτες ετοιμάστηκαν και οι εργασίες άρχισαν το 2006, το κόστος υπολογίστηκε στα 2,8 δις Ευρώ και η παράδοση έπρεπε να γίνει το 2012. Τελικά μετά από έξι αναβολές των εγκαινίων, λόγω σημαντικών κατασκευαστικών λαθών, τα εγκαίνια έγιναν στις 30  Οκτωβρίου 2020 και το κόστος ανήλθε επίσημα στα 7,3 δις, ενώ ανεπίσημα υπολογίζεται ότι ξεπέρασε και τα 11,5 δις, δηλαδή το τετραπλάσιο του αρχικού προϋπολογισμού. Το έργο έχει χαρακτηριστεί, ως το μεγαλύτερο κατασκευαστικό σκάνδαλο του αιώνα, οργανωτική και κατασκευαστική αποτυχία τεραστίων διαστάσεων με οσμή μάλιστα και υποθέσεων διαφθοράς, καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων και εντέλει ανυπαρξία ανάληψης ευθύνης από τους κυρίους του έργου.

Το σημαντικότερο είναι, ότι η χώρα εξετέθη διεθνώς, θέτοντας σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα της γερμανικής γραφειοκρατίας, η οποία απεδείχθη βραδυκίνητη, ανίκανη να φέρει εγκαίρως εις πέρας οργανωτικά ένα μεγάλο έργο, το οποίο έμελλε να αποτελέσει την προμετωπίδα της νέας ενωμένης Γερμανίας.

(γ) Ξαφνικά το Ισοζύγιο Πληρωμών στα κόκκινα

Ότι η Γερμανία είναι μια καθαρά εξαγωγική χώρα φαίνεται από τις στατιστικές, οι οποίες δείχνουν ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια το εμπορικό της ισοζύγιο παρουσιάζει πλεόνασμα  από 10-20 δις Ευρώ το μήνα. Αυτά μέχρι τον περασμένο Μάϊο, όταν για πρώτη φοράμετά το 1991 η αξία των εισαγωγών υπερκέρασε εκείνη των εξαγωγών κατά -0,5%. Σε πρώτη ανάγνωση τα αίτια οφείλονται καταρχάς στα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τον πόλεμο, τόσο στις σχέσεις της χώρας με τη Ρωσία, όπου καταγράφεται μια κάθετη πτώση των συναλλαγών, όπως και  με την Κίνα σε συνέχεια των επιπτώσεων από την πανδημία με την κατάρρευση των εφοδιαστικών αλυσίδων για πρώτες ύλες και τα αναγκαία για τη βιομηχανική παραγωγή εξαρτήματα.

Μια πιο εμπεριστατωμένη ματιά όμως στα στοιχεία του εξωτερικού ισοζυγίου δείχνουν, ότι το πρόβλημα δε βρίσκεται τόσο στις βιομηχανικές εξαγωγές, όσο στην αύξηση της δαπάνης για τις εισαγωγές.Κυρίως το μεγάλο άνοιγμα στις συναλλαγές με τις ΗΠΑ, όπου η προμήθεια υγροποιημένου αερίου προς αντικατάσταση του ρωσικού, σε υπέρογκες μάλιστα τιμές, εκτόξευσε τη δαπάνη για εισαγωγές κατά 9,7%, είναι ο βασικότερος λόγος για τη διολίσθηση στο κόκκινο.

Με δεδομένο, ότι το ενεργειακό κόστος επιβαρύνει την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των αμερικανικών, η χώρα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από προβλήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν και την “αλλαγή εποχής” όπως τη χαρακτηρίζει ο Γερμανός Καγκελάριος OlafScholz, τα οποία να στοχεύουν σε τρεις κατευθύνσεις:

Πρώτον, βελτίωση των υποδομών με έμφαση στην ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση, όπου η χώρα καταφανώς υστερεί. Η κατάσταση είναι τόσο πιεστική, ώστε η διαφωνία ως προς τις πηγές χρηματοδότησης, όπου οι μεν Σοσιαλδημοκράτες συμπεριλαμβάνουν και το δανεισμό, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες επιδιώκουν την επιστροφή στην εποχή των μηδενικών ελλειμμάτων, θα πρέπει το γρηγορότερο να παραμεριστεί προς διευκόλυνση μιας πορείας της χώρας που θα διασφαλίζει μια διατηρήσιμη ανάπτυξη φιλική προς το περιβάλλον.

Δεύτερον, η απρόσκοπτη, ανταγωνιστική λειτουργία της βιομηχανίας, με γνώμονα την εμπειρία των τελευταίων ετών, βρίσκεται μπροστά σε δύο προκλήσεις. Προσαρμογή στις νέες συνθήκες για τον τόπο εγκατάστασης των βιομηχανικών μονάδων, ως απάντηση στα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, επιλέγοντας τον επαναπατρισμό ή και φιλικές κατά προτίμηση ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ενεργειακής επάρκειας σε ανταγωνιστικές τιμές για τις επιχειρήσεις, κυρίως τις ενεργοβόρες, οι οποίες σε αντίθετη περίπτωση θα  αναγκαστούν να σταματήσουν τη λειτουργία τους.

Τρίτον, επανασχεδιασμός της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής. Η Γερμανία αντιλαμβάνεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι μόνο σύμμαχος αλλά και ανταγωνιστής στο διεθνή οικονομικό στίβο. Το ίδιο ισχύει και για τον άλλο μεγάλο οικονομικό σχηματισμό που είναι η Κίνα. Συνεπώς, πέρα από τα προβλήματα που προέκυψαν από τη μεγάλη διαφορά στο ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις που παράγουν σε ευρωπαϊκό έδαφος να σκέφτονται τη μετεγκατάσταση στις ΗΠΑ, υπάρχει και το θέμα των κρατικών επιδοτήσεων, το οποίο αλλοιώνει των ανταγωνισμό μεταξύ τους.

Επειδή δε οι αποφάσεις για τη βιομηχανική πολιτική είναι εσωτερική υπόθεση της κάθε χώρας, η Ευρώπη θα πρέπει να αναθεωρήσει τις απαγορευτικές κρατικές ενισχύσεις προς τις επιχειρήσεις, ακόμη και για το σκοπό της ενεργειακής και πράσινης μετάβασης,  και να  προχωρήσει σε χαλάρωση της νομοθεσίας, λαμβάνοντας όμως υπόψη τη διαφορετικότητα μεταξύ των χωρών-μελών σε ότι αφορά τις δημοσιονομικές δυνατότητες καθεμιάς.

Για να μην εμφανισθούν νέες εστίες προστριβών μεταξύ ισχυρών δημοσιονομικά χωρών και αδυνάμων, θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό ταμείο, χρηματοδοτούμενο με αμοιβαίο δανεισμό, στο πνεύμα που από ότι φαίνεται γίνεται αποδεκτό και από τον γαλλογερμανικό άξονα, προς όφελος τελικά και της ευρωπαϊκής εμβάθυνσης.