Όταν εξελέγη ο Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ, στην Ελλάδα πολλοί είδαν έναν «σύμμαχο» στο τιμόνι της ισχυρότερης οικονομίας του πλανήτη. Έμπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άριστος γνώσης της ιστορίας και των σημερινών δεδομένων στη Μεσόγειο, θα έβαζε «φρένο» – αυτή ήταν η προσδοκία- στον «σουλτάνο».
«Δεν είναι Τραμπ, για να μιλάει 5 λεπτά στο τηλέφωνο με τον Ερντογάν και να αλλάζει γνώμη. Δεν θα περνάει σε λίγα 24ωρα από τις απειλές για “τιμωρία” της τουρκικής οικονομίας στο ντάντεμα της γειτονικής χώρας. Δεν θα ανέχεται τα χούγια του». Αυτό περίπου ήταν το αφήγημα που επικρατούσε στον δημόσιο διάλογο για τον «Μπαϊντενόπουλο», όπως ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος έχει αποκαλύψει ότι τον αποκαλεί η ομογένεια.
Η γεωπολιτική πραγματικότητα, όμως, και το πολιτικό «αλισβερίσι» είναι λίγο πιο περίπλοκα στην πράξη. Η Ελλάδα είναι ένας παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ. Η Τουρκία είναι μία υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη με επιρροή, που μπορεί να λειτουργεί συχνά σαν ταραξίας, να έρχεται ολοένα και πιο κοντά με τη Ρωσία, αλλά παραμένει επισήμως στο στρατόπεδο ΗΠΑ – ΝΑΤΟ.
Τι κι αν ακούγονται συχνά φωνές εξ Αμερικής υπέρ της «αποβολής» της Τουρκίας από τη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Τι κι αν το Κογκρέσο εξαπολύει βέλη για την επιθετικότητά της και μπλοκάρει έως τώρα την αγορά και την αναβάθμιση των F-16; Είναι σαφές πως η αμερικανική κυβέρνηση δεν θέλει να χάσει την Τουρκία από το στρατόπεδο των συμμάχων της. Όσο λοιπόν θεωρεί ότι την έχει και αυτή ανάγκη (έστω και ως αναγκαίο κακό) ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα “διχάζεται” ανάμεσα σε “Μπαϊντενόπουλο” και “Μπαιντενόγλου”, θα τηρεί δηλαδή όσο το δυνατόν ίσες αποστάσεις.
Μία από τις λύσεις που εξετάζει στο πλαίσιο αυτό είναι να φέρει ταυτόχρονα τα F-35 της Ελλάδας και τα F-16 στο Κογκρέσο, όπως αποκαλύπτει η WSJ. Δεν ξέρουμε αν το Κογκρέσο θα του κάνει το χατίρι για το νταραβέρι. Ούτε και εκείνος όμως ξέρει, αν ο Ερντογάν, μετά τους S-400, του ετοιμάζει κι άλλο χουνέρι.