Στη σοβαρότερη κρίση από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία πριν από 38 χρόνια, βύθισαν τη χώρα οι οπαδοί του ακροδεξιού τέως προέδρου της Ζαΐρ Μπολσονάρου.
Μόλις μία εβδομάδα μετά την επίσημη ανάληψη των καθήκοντων του πρόεδρου της χώρας Λούλα ντα Σίλβα, χιλιάδες Μπολσοναριστές εισέβαλαν στα κεντρικά γραφεία του Κογκρέσου, στο Ανωτάτο Δικαστήριο και το Προεδρικό Μέγαρο στην πρωτεύουσα Μπραζίλια, ζητώντας από τον στρατό να προχωρήσει σε πραξικόπημα.
Η αστυνομία κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο μετά από ώρες χάους.
Αναμφίβολα πρόκειται για μια βαθιά πληγή στην καρδιά της Βραζιλιάνικης δημοκρατίας.
Ο Λούλα ντα Σίλβα έκανε λόγο για «φασίστες» και έδειξε ως ηθικό αυτουργό τον Μπολσονάρου, χωρίς να τον κατονομάσει. Ο ίδιος ο Μπολσονάρου, ώρες μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και από την Φλόριντας που έχει καταφύγει, αποστασιοποιήθηκε από την επίθεση, χωρίς φυσικά να πείσει κανέναν. Άλλωστε μετά την ήττα του στις εκλογές πριν δυο μήνες, δεν έχει σταματήσει να αμφισβητεί το αποτέλεσμα Πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος δεν βρίσκεται βέβαια μόνο η άρνηση του Μπολσονάρο να αποδεχτεί την ήττα του, αλλά μια ακροδεξιά που δείχνει τα δόντια της και στην μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Οι Μπολσοναριστές ακολούθησαν άλλωστε το παράδειγμα των Τραμπιστών, ακριβώς πριν δυο χρόνια, όταν εισέβαλαν στο Κογκρέσο στην Ουάσιγκτον, αμφισβητώντας την νίκη Μπάιντεν. Πρόκειται για μια Ακροδεξιά που επιδιώκει με κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένης της ωμής βίας, να καταλάβει την εξουσία.
Η απόπειρα πραξικοπήματος στη Βραζιλία έρχεται να υπενθυμίσει τον τεράστιο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η Ακροδεξιά. Και αυτή τη φορά απέτυχε αλλά υπάρχει και ένας κίνδυνος που ελλοχεύει στην αποτυχία: όσο περισσότερες τέτοιες προσπάθειες γίνονται, τόσο περισσότερο θα αμφισβητείται η δημοκρατική εγκυρότητα των εκλογών, τουλάχιστον στα μάτια των πολιτικών φανατικών σε όλο τον κόσμο.