Η Πρωτοχρονιά έγινε… περίπου καλοκαίρι, το θρίλερ του σκοτεινού και παγωμένου χειμώνα δεν παίχτηκε ποτέ στην Ευρώπη -τουλάχιστον για φέτος- και η τιμή του φυσικού αερίου ξεκίνησε τη χρονιά με θεαματική βουτιά στα 65 ευρώ ανά MWh, ήτοι σε προπολεμικά επίπεδα και σε χαμηλό δωδεκαμήνου.
Οι ήπιες καιρικές συνθήκες, το προληπτικό φουλάρισμα των ευρωπαϊκών δεξαμενών αερίου στη σκιά του πολέμου και οι εισαγωγές-ρεκόρ LNG είναι οι τρεις βασικοί παράγοντες που οδήγησαν στη ραγδαία πτώση των τιμών. Και οι τρεις, όμως, μοιάζουν να μην έφθασαν ποτέ στην Ελλάδα – για την ακρίβεια να μην έφθασαν ποτέ στην ελληνική αγορά χονδρικής της ρεύματος.
Στο πρώτο πενθήμερο του Ιανουαρίου ο «πρωταθλητισμός» στις τιμές χονδρικής συνεχίστηκε: η Ελλάδα είχε το υψηλότερο κόστος χονδρικής στην Ευρώπη με μέση τιμή στα 239,65 ευρώ ανά MWh, την ίδια ώρα που στη Γερμανία η αντίστοιχη τιμή άγγιξε προπολεμικά επίπεδα, στα 90 ευρώ ανά MWh. Οι αμέσως επόμενες ακριβότερες χώρες ήταν η Βουλγαρία και η Ρουμανία με 123,76 και 123,11 ευρώ αντίστοιχα, δηλαδή με κόστος χονδρικής 100 ευρώ χαμηλότερο από εκείνο της Ελλάδας.
Σε πρώτη ανάγνωση η στρέβλωση οφείλεται στις δομικές δυσλειτουργίες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας, στη ρηχή αγορά και στην απουσία αγοράς spot, που έχει ως συνέπεια τον τιμολογιακό ετεροχρονισμό, δηλαδή την αγορά φυσικού αερίου με προθεσμιακά συμβόλαια που αποτυπώνουν τις ακριβότερες τιμές του προηγούμενου μήνα.
Σε δεύτερο επίπεδο, αποτελεί γεγονός το ότι οι ρυθμοί της πράσινης μετάβασης στην Ελλάδα παραμένουν σημαντικά χαμηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος του τελικού ενεργειακού μίγματος, όπως και το ότι η επαναφορά του λιγνίτη ήταν οριακή. Αποτελεί επίσης ανοιχτό ερώτημα και το εάν μέσω των υψηλών εισαγωγών ρεύματος επιδοτούνται τα υπερκέρδη και μαζί και η αισχροκέρδεια, προκειμένου να μην περάσουν οι ιλιγγιώδεις τιμές χονδρικής στα τιμολόγια ρεύματος των καταναλωτών.