Το ημερολόγιο δεν έχει πολλές Κυριακές κάθε μήνα. Τέσσερις έχει και σε ορισμένες περιπτώσεις πέντε. Τόσες είναι και του Μάρτη και του Απρίλη και του Μάη. Καμία εξαίρεση. Αν υπολογίσει κανείς ως ακατάλληλες για εκλογές την 26η Φεβρουαρίου (της Τυροφάγου και τελευταία της Αποκριάς, την οποία έτσι κι αλλιώς δεν προλαβαίνει ο πρωθυπουργός), την 26η Μαρτίου (επομένη της εθνικής επετείου για ευνόητους λόγους), την 16η Απριλίου (της Λαμπρής) και τις μέρες των πανελλαδικών εξετάσεων από 1η Ιουνίου και μετά, δεν μένουν πολλές επιλογές.
Εντός του Μαΐου λοιπόν και σύμφωνα με τους πλέον έγκυρους αναλυτές, όχι απλώς το τοπίο θα έχει ξεκαθαρίσει αλλά και υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, να βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας πρόσωπο, που δεν θα είναι ένας από τους δυο βασικούς διεκδικητές του εκλογικού στεφάνου. Η παρούσα πολιτική συγκυρία και τα (σοβαρά) δημοσκοπικά δεδομένα δεν επιτρέπουν την προσμονή ενός θριαμβευτικού αποτελέσματος: οι κάλπες δεν βγάζουν αυτοδυναμία ούτε κατά την πρώτη ψηφοφορία με την απλή ούτε κατά τη δεύτερη με τη «σύνθετη», την αποκαλούμενη και «ενισχυμένη αναλογική».
Ο πρόεδρος της ΝΔ μπορεί να προηγείται στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, ωστόσο πάνω από 32-33% δεν μπορεί να περιμένει δεδομένου και της σοβαρής αμφισβήτησης που αντιμετωπίζει από ιστορικά στελέχη της παράταξης, όπως ο Κ. Καραμανλής και ο Αντ. Σαμαράς, μετά το την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών. Αυτή είναι η οροφή, λένε οι ίδιοι αναλυτές. Η αυτοδυναμία προκύπτει με πολύ υψηλότερα ποσοστά.
Στην άλλη όχθη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, αν και κερδίζει μερικούς πόντους, δεν έχει πετύχει τον αέρα του νικητή, καθώς φαίνεται να μην έχει επανακτήσει την εμπιστοσύνη εκείνου του μέρους του εκλογικού σώματος, που δεν του συγχωρεί τη μεταστροφή του προς το τρίτο μνημόνιο, το καλοκαίρι του 2015.
Με αυτά δεδομένα θα πρέπει να προσυπολογιστεί ο παράγων «αποχή», ο οποίος στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις καταγράφεται υψηλός και συμβάλλει σημαντικά στην ανάδειξη του νικητή (ή αν θέλετε του χαμένου): το 2007 κινήθηκε στο σχεδόν λογικό 25,85% (κέρδισε ο Κ. Καραμανλής), το 2009 ανέβηκε στο 29,5% (κέρδισε ο Γ. Παπανδρέου), τον Μάιο του 2012 σκαρφάλωσε ακόμα πιο ψηλά στο 34,88% (κέρδισε ο Α. Σαμαράς), τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς στο 37,53% (πάλι επικράτησε ο Σαμαράς), τον Ιανουάριο του 2015 υποχώρησε ελαφρώς στο 36,13% (με νικητή τον Αλ. Τσίπρα), τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου εκτοξεύτηκε στο 43,43% (πρώτος πάλι ο Τσίπρας) και τον Ιούλιο του 2019 έμεινε στο 42,22% (κέρδισε ο Κυρ. Μητσοτάκης).
Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δίνουν μεν νικητή, δεν δίνουν όμως πρωθυπουργό. Εκ πρώτης όψεως αυτό δείχνει «πικρό», δεν όμως κατά βάθος απογοητευτικό για τους σημερινούς μονομάχους. Μάλλον τους εξυπηρετεί, αφού είναι τέτοια η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, που απαιτούνται σκληρά μέτρα, για να αποφευχθεί ένα νέο ναυάγιο. Το «μαξιλάρι» των 37 δισ. που άφησε κληρονομιά η κυβέρνηση Τσίπρα στο διάδοχο σχήμα Μητσοτάκη φαίνεται να έχει γίνει «φύλλο και φτερό». Την ίδια ώρα, τα σκληρά μηνύματα από τις Βρυξέλλες φτάνουν καθαρά, ενώ η συνοχή της ΕΕ αποτελεί μια μακρινή ανάμνηση, όσο και αν τα τελευταία χρόνια δεν λειτουργούσε ευεργετικά για τις χώρες του Νότου. Η ενεργειακή κρίση έχει τορπιλίσει πλάνα και προσδοκίες, η Γερμανία βρίσκεται ενώπιον μιας ιστορικής ύφεσης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να ανεβάζει τα επιτόκια δανεισμού κάνοντας το χρήμα όλο και πιο ακριβό. Με αυτά δεδομένα κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν περιμένει ανάπτυξη.
Μπροστά της ως εκ τούτου η νέα κυβέρνηση θα έχει την πρόκληση να κρατήσει έστω χαμηλό το θετικό αναπτυξιακό πρόσημο, το οποίο όμως θα επιτευχθεί με την προσέλκυση επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα της επιτραπεί να μοιράζει ακρίτως χρήμα, την ώρα που οι τράπεζες με τα υψηλά επιτόκια δανεισμού έχουν κάνει σχεδόν απαγορευτικό ακόμα και το παραδοσιακό «αναπτυξιακό» ελληνικό σπορ της οικοδομής με ο,τι αυτό κι αν σημαίνει για μια σειρά βιομηχανίες, βιοτεχνίες κι επαγγέλματα.
Ποιος λοιπόν θα βρεθεί, για να σηκώσει το σταυρό; Μα ο Σίμων ο Κυρηναίος, ως άλλος «κατ’ εντολήν εθελοντής» για ένα-δυο χρόνια, λέει στη «Ν» έμπειρος πολιτικός.