H ένωση Ιταλών τραπεζιτών (ABI) ζητά από την ΕΚΤ να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Ο πρόεδρος της ABI, Αντόνιο Πατουέλι, σε συνέντευξή του στην Il Sole 24 ore, υποστηρίζει ότι η νομισματική αυστηροποίηση που συνεχίζει η ΕΚΤ για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην Ιταλία. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αν λάβουμε υπόψη ότι καταρχήν ένα πιστωτικό ίδρυμα τείνει να κερδίζει όσο αυξάνεται το κόστος του χρήματος και συνεπώς των δανείων προς τους πελάτες.
Ωστόσο, από προσεκτικότερη εξέταση, η έκκληση προς την Κεντρική Τράπεζα έχει τις ρίζες της στο σημερινό μακροοικονομικό σενάριο. «Η ΕΚΤ δεν φαίνεται να κατανοεί ότι αντιμετωπίζουμε πληθωρισμό που βασίζεται στο κόστος και όχι στη ζήτηση. Οι πολιτικές της θα μπορούσαν να μας τιμωρήσουν», γράφει η ιταλική εφημερίδα.
Η νευρικότητα των τραπεζιτών μεγαλώνει το 2023, καθώς η ΕΚΤ θα σταματήσει να αγοράζει το χρέος των 20 πλέον-μετά και την ένταξη της Κροατίας στο ευρώ-χωρών μελών της ευρωζώνης.
Οι μεταβλητές στην εξίσωση είναι βέβαια πολλές, καθιστώντας την επίλυσή της εξαιρετικά δύσκολη: Σε γενικές γραμμές, όσο περισσότερο η ΕΚΤ συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια, με στόχο να τιθασεύσει έναν πληθωρισμό που φαίνεται εκτός ελέγχου, τόσο περισσότερο θα θέτει σε δύσκολη θέση τα δημόσια οικονομικά πολλών χωρών, ιδίως των υπερχρεωμένων του Νότου. Επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος.
«Γερακίσια γραμμή»
Η ΕΚΤ προβλέπει βέβαια μια «ήπια» ύφεση (-0,2% το τέταρτο τρίμηνο και -0,1% τον Ιανουάριο-Μάρτιο) και όχι το «λουτρό αίματος» που φοβόταν πριν από λίγους μήνες. Οι εκτιμήσεις είναι ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα κυμανθεί στο 6, 4% το 2023 και θα εξακολουθεί να είναι πάνω από τον στόχο του 2%, το 2025. Ένα ποσοστό που αναγκάζει την Κριστίν Λαγκάρντ και την ΕΚΤ να ακολουθήσει «γερακίσια γραμμή».
Ήδη, τα «γεράκια» στο Διοικητικό Συμβούλιο ζητούν τρεις ή και τέσσερις αυξήσεις έως και 75 μονάδες βάσης στα επιτόκια, έως το καλοκαίρι. Θα ήταν ικανοποιημένοι με 50 μονάδες βάσης μόνο ως αντάλλαγμα για τη δέσμευση για μελλοντικές αυξήσεις και για «ποσοτική σύσφιξη».
Οι επιπτώσεις στις αγορές από μια τέτοια αυστηροποίηση είναι πιθανό να φανούν από αυτόν τον μήνα. «Αυτό θα μπορούσε να ωθήσει πολλούς επενδυτές να πουλήσουν τα κρατικά ομόλογα, με επακόλουθη πτώση των τιμών και με πιθανότητα πυροδότησης, στο πιο δραματικό σενάριο, μιας πραγματικής κρίσης χρέους», υποστηρίζουν οι Financial Times σε ένα άρθρο που προκαλεί ήδη έντονη συζήτηση.
Όπως εξηγεί ο Φράνκο Μπρούνι, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Bocconi, μπαίνει στην ημερήσια διάταξη «το ζήτημα του βρόχου της καταστροφής»-ένας ένας όρος που αναφέρεται στον φαύλο κύκλο που δημιουργείται ακριβώς από τη σύνδεση μεταξύ τραπεζών και κρατικών ομολόγων.
Αναμφίβολα, σήμερα, μια αλλαγή της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ θα είχε άμεσες συνέπειες στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών.
Το αδύναμο ευρώ σημαίνει περισσότερο πληθωρισμό και λιγότερη όρεξη για επενδύσεις ,υπονομεύοντας τις προοπτικές ανάπτυξης μιας ηπείρου που έχει δει το εμπορικό της πλεόνασμα να εξατμίζεται, με έναν πληθυσμό που γηράσκει και εξακολουθεί να ζει με το πολύ ακριβό όνειρο της «πράσινης επανάστασης».
Το θέμα είναι, πέρα από τις βραχυπρόθεσμες προκλήσεις, που δεν είναι καθόλου ασήμαντες, ποια είναι η οικονομική και πολιτική στρατηγική που πουλά η Ευρώπη στους πολίτες της και στις αγορές;