Θα ‘ρθουν κι άλλα Χριστούγεννα. Φέτος, κάποιους τους ξέχασαν. Τα ξέχασαν κι αυτοί. Για την καλή μου φίλη δεν ήταν γιορτή. Σήκωσε ψύχρα νοητική και η φάτνη δεν ήταν η γνωστή. ‘Η μήπως ήταν, αυτή η ακούσια επιστροφή στο σπήλαιο της βρεφικής ηλικίας; «Επεσκέψατο ημάς εξ ύψους ο Σωτήρ ημών, ανατολή ανατολών», από τα μεγάφωνα της εκκλησίας.
Χάνω σιγά σιγά την αληθινή παρουσία και τα σκέφτομαι όλα σαν φωτογραφία. Σε ένα εστιατόριο, όπου βαραίνουν οι θύμησες. Όμως, η γιορτή είναι εκεί κι έρχεται στο πρόσωπο ενός άγνωστου ηλικιωμένου να με βρει.
Γύρω οικογένειες, φίλοι, αγαπημένοι, μοιράζονται τα «χάδια της κοιλιάς», το κρασί, την έξαψη της χαράς. Ανταλλάσσονται ή χαρίζονται εμπειρίες, ξαναλέγονται ιστορίες. Εκείνος μόνος. Μετρημένος, απλός, συνηθισμένος. Ήσυχος και τακτοποιημένος. Σενάρια πολλά, εκδοχές κι υποθέσεις άλλες τόσες, αλλά τι νόημα έχει να συμπληρώσω τα κενά. Είναι κι αυτός ο γερο-Μάρλεϊ «νεκρός σαν πρόκα πόρτας» που με τυραννά. Μένω στα μονά.
Μοναχός στο τραπέζι, μα στα μάτια του ανάβουν Χριστούγεννα. Δεν εκβιάζει τα συναισθήματά σου. Γιατί να το κάνει; Στη ζωή του είναι παρών. Σηκώνεται και χαμογελά. Αναβλύζει ζεστασιά. Έχει προχωρήσει μέσα στον χώρο αρκετά. Βγάζει ένα εικοσάρικο ντροπαλά και το αφήνει στον μουσικό εκθαμβωτικά λιτά, συμφιλιωτικά, ψιθυριστά. «Από έναν παλιό πελάτη, που έχει καλό χερικό». Χαιρετά, μοιράζει σε όλους ευχές και χάνεται σαν ξωτικό.
Τι περίεργος που ‘ναι ο κόσμος. Μια σκηνή, μια ρωγμή και γεννάται γιορτή. Με λίγα ή με πολλά, παράξενα ή εκρηκτικά, φωτεινά ή των δύσκολων στιγμών, με απώλειες και ματαιώσεις, με προσδοκίες και χρεοκοπίες. Αλλά μέσα στον κόσμο. Με τον άλλο. Ίσως να μη σε θυμάται κανείς γι’ αυτό, αλλά θα μετράει για εσένα.
Όσο αισθάνεσαι ζωντανός σε έναν διαρκή περισπασμό. A propos δείτε το ριμέικ του Ikiru («Ο Καταδικασμένος», 1952) του Κουροσάβα, με τίτλο «Αισθάνομαι Ζωντανός» (Living).
Από την έντυπη έκδοση