Οι εισπράξεις του κρατικού προϋπολογισμού από τον ΦΠΑ συνεχίζουν ακάθεκτες την ανοδική τους πορεία, σύμφωνα και με τα τελευταία στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, αλλά η κυβέρνηση αποφεύγει οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση των συντελεστών. Με ευθύνη και της αντιπολίτευσης και των παραγωγικών και εμπορικών φορέων η συζήτηση έχει εγκλωβιστεί στην αναγκαιότητα ή μη της μείωσης των συντελεστών του ΦΠΑ στα είδη βασικής ανάγκης, όπως τα τρόφιμα και τα ενεργειακά αγαθά, που αποτελεί μέγα λάθος.
Ακόμη και οι προτάσεις για στοχευμένες μειώσεις συνάντησαν «τείχος» από το ΥΠΟΙΚ, με το «επιχείρημα» ότι θα ευνοηθούν και οι πλούσιοι και όχι μόνο οι ευάλωτοι πολίτες. Επιλέχθηκε έτσι η πολιτική των pass κάθε είδους και μορφής. Ωστόσο, σε συνθήκες δημοσιονομικής ευμάρειας που διανύουμε, όπως δείχνουν τα στοιχεία για την υλοποίηση του προϋπολογισμού, η συζήτηση θα έπρεπε να είναι η γενική μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ και όχι η «ειδική».
Την περίοδο των μνημονίων επιβλήθηκαν στην Ελλάδα οι υψηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ στην Ε.Ε. Τα μνημόνια έφυγαν, αλλά οι συντελεστές έμειναν και ξεχάστηκαν οι κριτικές και οι υποσχέσεις για τη μείωσή τους. Με το πρώτο μνημόνιο ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ βρέθηκε από το 19% στο 21% και σταδιακά έφτασε στο 24%. Σήμερα, η Ελλάδα μαζί με τη Φινλανδία έχουν τον υψηλότερο κανονικό συντελεστή ΦΠΑ, 24%, στην Ευρωζώνη, ενώ σε επίπεδο Ε.Ε. η χώρα μας είναι στην πρώτη πεντάδα.
Και θα διατηρηθούν οι επιδόσεις αυτές, καθώς στη μεταμνημονιακή περίοδο, παρά την ακρίβεια, δεν γίνεται καν λόγος για μείωσή τους, καθώς φαίνεται πως αφομοιώθηκαν και η οικονομία έμαθε να ζει με αυτούς, όπως και το ΥΠΟΙΚ που βλέπει να αυξάνονται τα δημόσια έσοδα. Όμως, έμαθε να ζει με τους υψηλούς συντελεστές και η παραοικονομία, αφού η Ελλάδα παραμένει στις πρώτες θέσεις (4η) των χωρών της Ε.Ε. με την υψηλότερη φοροδιαφυγή στον τομέα του ΦΠΑ.