Βασική επιδίωξη της οικονομικής επιστήμης και ειδικότερα της εφαρμοσμένης οικονομικής πολιτικής είναι η συνεισφορά στη βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου. Σε έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, βελτιώνοντας το θεωρητικό οπλοστάσιο με μεθοδολογικές και εμπειρικές αναλύσεις, ερμηνεύει τα ανεπιθύμητα οικονομικά φαινόμενα και συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπισή τους. Ως μια δεοντολογική επιστήμη μάλιστα, που πασχίζει όχι για τη διατήρηση αλλά για την προαγωγή λύσεων με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, δικαίως μπορεί να της αποδώσει κανείς τον τίτλο της προοδευτικής επιστήμης. Κυρίαρχη θέση βέβαια για την αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση της κοινωνικής ευημερίας κατέχει το οικονομικό υπόδειγμα που επιλέγεται. Είναι άλλο το αποτύπωμα της εφαρμογής μιας “trickle-down economics” επιλογής, όπου οι ολίγοι εισπράττουν τους καρπούς της ανάπτυξης, αφήνοντας τα ψίχουλα που πέφτουν στο έδαφος για τους πολλούς και άλλο μιας οικονομικής πολιτικής, η οποία με μοχλό την κρατική παρέμβαση στους μηχανισμούς που δημιουργούν ανισότητες, διασφαλίζουν σταθερή διαχρονική ανάπτυξη με δικαιότερη κατανομή. Επειδή δε, τόσο στη διατύπωση θεωριών για τη ρύθμιση της οικονομίας, όσο και για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων, αποφασιστική συμμετοχή έχουν οι οικονομικές σχέσεις και οι αποφάσεις των οικονομούντων ατόμων, είτε ως παραγωγοί είτε ως καταναλωτές, είναι σημαντικό να διαθέτουν την κατάλληλη γνώση και πληροφόρηση που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων τους. Αυτή μάλιστα θα πρέπει να προσφέρεται κατά τον πιο εύληπτο και κατανοητό τρόπο, παρότι συχνά τα γεγονότα από τη φύση τους είναι πολυσύνθετα.
Το έργο συνεχίζεται
Στον αστερισμό της πολλαπλής κρίσης των τελευταίων ετών, θα βρεθεί και ο καινούργιος χρόνος που ανατέλλει σε λίγες μέρες. Τα προβλήματα από την πανδημία, τον πληθωρισμό, τις εφοδιαστικές αλυσίδες, τα ενεργειακά, τον πόλεμο στην Ουκρανία, θα συνεχίσουν να μας απασχολούν και το 2023. Επιπρόσθετα, αυξάνονται οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι αντιθέσεις των μεγάλων οικονομικών σχηματισμών μεταξύ τους κυρίως της Δύσης με την Κίνα με αιχμή το θέμα της Ταιβάν, αλλά και της Ευρώπης με τις ΗΠΑ λόγω των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που απέκτησαν οι δεύτερες από την εξοντωτική επιβάρυνση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τις τιμές ενέργειας. Η κατάσταση με το κλίμα στον πλανήτη μας επιδεινώνεται, ενώ το δημογραφικό πρόβλημα απασχολεί σοβαρά πλέον σχεδόν όλες τις δυτικές χώρες, όχι μόνο για εθνολογικούς αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους.
Έτσι, η παγκόσμια οικονομία, με βάση την τελευταία έκθεση “World Economic Outlook” του ΔΝΤ, προβλέπεται να συρρικνωθεί από 6,0% το 2021 στο 2,7% το 2023, το ΑΕΠ των ΗΠΑ από 5,7% στο 1,0% και της Ευρωζώνης από 5,2% στο 0,5% για την ίδια περίοδο. Επίσης, η ζοφερή εικόνα περιέχει τη διολίσθηση του ενός τρίτου της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση, που σημαίνει ότι πολλές χώρες θα καταγράψουν δύο συνεχόμενα τρίμηνα με αρνητικό πρόσημο. Αξιοσημείωτο είναι, ότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι βιομηχανικές ατμομηχανές της Βόρειας Αμερικής, δηλαδή οι ΗΠΑ καθώς και της Γερμανίας για την Ευρώπη. Εξάλλου και στο μέτωπο του παγκόσμιου πληθωρισμού, παρότι διαφαίνεται μια αποκλιμάκωση από το 8,8% το 2022, στο 6,5% το 2023 και στο 4,1% το 2024, η επιστροφή στο επιθυμητό από τις κεντρικές τράπεζες 2% αργεί και αναμένεται μετά το 2025. Αν δε λάβει κανείς υπόψη του σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές που βρίσκονται σε εξέλιξη, όπως η μερική αποπαγκοσμιοποίηση, η απανθρακοποίηση καθώς και η αυξανόμενη παγκόσμια υπερχρέωση, οι οποίες λειτουργούν ως προωθητικές δυνάμεις των αυξήσεων στο γενικό επίπεδο των τιμών, το πιθανότερο σενάριο είναι η συντήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα άνω του 2% για πολλά χρόνια, ακόμη και αν εκλείψουν οι ανωμαλίες από την πανδημία ή και σταματήσει ο ρωσοουκρανικός πόλεμος.
Για την Ευρώπη φαίνεται αναπόφευκτη η διολίσθηση σε μια ήπια ύφεση, το μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί εν μέρει από εξωοικονομικούς παράγοντες (external shocks), την αύξηση των επιτοκίων αναφοράς εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, αλλά και κυρίως από δυσμενείς μεταβολές στη προσφορά. Αν για παράδειγμα υπάρξουν περαιτέρω περιορισμοί στην τροφοδοσία των χωρών με ρωσικά ενεργειακά προϊόντα, θα οδηγηθούμε σε μια νέα επιδείνωση, η οποία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα εκφράζεται με υψηλό πληθωρισμό και μείωση του παραγόμενου εθνικού προϊόντος.
Ύφεση με τέτοια χαρακτηριστικά, δηλαδή πληθωρισμός με ταυτόχρονη μείωση της παραγωγής, παρουσιάζεται για πρώτη φορά και για το λόγο αυτό δεν υπάρχει επιστημονικός όρος που να την χαρακτηρίζει. Συνήθως, πληθωρισμός εμφανίζεται μετά από μια περίοδο παρατεταμένης και ισχυρής οικονομικής δραστηριότητας. Αιτία είναι η υπερβολική ζήτηση απέναντι σε μια προσφορά, η οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Αναγκαστικό επακόλουθο να αυξάνονται οι τιμές. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει σε περιόδους μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων, οδηγεί σε πτώση της ροπής προς κατανάλωση και εξ αυτού του λόγου πέφτουν οι τιμές.
Σε μερικές περιπτώσεις, όπου η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας είναι μεν σημαντική, χωρίς όμως να μειώνεται το παραγόμενο προϊόν έναντι της προηγούμενης περιόδου, αλλά συνοδεύεται με μεγάλες αυξήσεις των τιμών, εμφανίζεται το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Αιτία και εδώ δεν είναι οι μεταβολές στη ζήτηση αλλά στην προσφορά, η οποία προήλθε από τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες καθώς και τη μείωση της ροής ενεργειακών προϊόντων και αγαθών διατροφής, κυρίως μετά την έναρξη του ρωσοουκρανικού πολέμου, που οδήγησαν σε ισχυρές αυξήσεις των τιμών.
Οι προσπάθειες της ΕΚΤ να δαμάσει τον πληθωρισμό με αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς, επιδρούν ανασχετικά στον τομέα της διενέργειας επενδύσεων, με πιθανή μικρή συνεισφορά στην αποκλιμάκωση των τιμών, αλλά βέβαιη όμως τη μείωση της προσφοράς αγαθών, που αποτελεί την αιτία της επιβράδυνσης και της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η στοχευμένη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και των επιμέρους κρατών στην κατεύθυνση ενίσχυσης της προσφοράς με αναζήτηση τρόπων σύναψης συμφωνιών που θα διασφαλίζουν την ομαλότερη ροή προϊόντων από τις υπάρχουσες πηγές καθώς και την ανάληψη κρατικών πρωτοβουλιών για τη διενέργεια επενδύσεων στους κρίσιμους τομείς. Έστω και εκ των υστέρων, παρότι ο γράφων επεσήμανε ήδη αρκετά νωρίς στις 12 Οκτωβρίου του 2021 με το άρθρο του «Φυσικό αέριο, microchips και στο βάθος στασιμοπληθωρισμός» στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, τις αναμενόμενες εξελίξεις, οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι ο πληθωρισμός και τώρα η ύφεση δεν προέκυψαν από μόνα τους, αλλά είναι τουλάχιστον μερικώς αποτέλεσμα της αδράνειας ή και της καθυστερημένης παρέμβασης, τόσο των νομισματικών αρχών όσο και των κυβερνήσεων.
Η Ελλάδα στο μεταίχμιο
Η οικονομία μας διατήρησε τις καλές επιδόσεις του 2021 και το πρώτο εξάμηνο του 2022, έδειξε όμως σημαντικά σημάδια κόπωσης κατά το τρίτο τρίμηνο. Ο ρυθμός μεγέθυνσης διαμορφώθηκε στο 7,8% το Α΄ τρίμηνο, 7,1% το Β΄ τρίμηνο και 2,8% το Γ΄ τρίμηνο. Σε ετήσια βάση εκτιμάται ότι θα πλησιάσει το 6%. Μία επίδοση, η οποία μαζί με το 2021 καλύπτει τις απώλειες από την πανδημία με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις. Μεγάλη μείωση των πραγματικών εισοδημάτων λόγω υψηλού πληθωρισμού, αύξηση του δημοσίου δανεισμού, αύξηση του ανοίγματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καθώς και υψηλή συμμετοχή (70%) της κατανάλωσης στο σχηματισμό του ΑΕΠ, στην αρχή με κρατικά χρήματα που προέρχονταν από κάθε λογής στηρίξεις και στη συνέχεια με τη μείωση των καταθέσεων.
Η παρατηρούμενη επιβράδυνση της οικονομίας μετά από τον Αύγουστο του 2022 θα επιδεινωθεί κατά πάσα πιθανότητα και το πρώτο εξάμηνο του 2023, με αποτέλεσμα η μεγέθυνση για το σύνολο του έτους, όπως εκτιμάται από όλους τους επίσημους φορείς να περιοριστεί μεταξύ 1 και 1,8%. (ΔΝΤ 1,8%, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1%, Τράπεζα της Ελλάδος 1,5%, Προϋπολογισμός 2023 1,8%). Όταν, η οικονομική δραστηριότητα σε όλη την Ευρώπη μειώνεται, η κατανάλωση συρρικνώνεται λόγω των μεγάλων απωλειών της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων, ο τουρισμός εν μέσω ύφεσης στην Ευρώπη θα παρουσιάσει κάμψη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς, όλα δείχνουν ότι οδεύουμε σε μια καθαρά περιοριστική πολιτική, η οποία θα επιδράσει χωρίς αμφιβολία συσταλτικά στην εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας και στη χώρα μας. Η μόνη πηγή αισιοδοξίας για να παραμείνει η χώρα στην περιοχή του στασιμοπληθωρισμού και να μην βυθιστεί με αρνητικές επιδόσεις σε ύφεση, είναι η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η απορρόφηση και κυρίως η κατανομή των πόρων με κριτήριο τη συμβολή τους στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, μπορούν να ενισχύσουν με 1,9% το ΑΕΠ και να σώσουν βραχυπρόθεσμα την παρτίδα.
Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και επενδύσεις
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι επίσης η εξέλιξη στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, του οποίου το έλλειμμα διευρύνεται συνεχώς, στα 13,6 δις Ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου τρ. έτους κατά την Τράπεζα της Ελλάδος. Μάλιστα, στις φθινοπωρινές προβλέψεις της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι και τα επόμενα χρόνια η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί, με ανοίγματα -8,6% για το 2023 και -8,1% το 2024 επί του ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει αφενός μεν τον κίνδυνο διολίσθησης στα γνωστά μας ελλείμματα, τα οποία μετά το 2007 οδήγησαν τη χώρα στην de facto χρεοκοπία, και αφετέρου στη διαπίστωση ότι οι χρόνιες ασθένειες της χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά τις όποιες προσπάθειες που έχουν γίνει, παραμένουν αυτούσιες.
Το γεγονός, ότι το μέγεθος των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στη χώρα μας βρίσκεται στο 50% εκείνου του 2007 και η απόσταση που μας χωρίζει από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης ανέρχεται στο 10% του ΑΕΠ, αποτελεί ισχυρή απόδειξη, ότι το παραγωγικό μας μοντέλο παραμένει ανέπαφο. Η απουσία συσσώρευσης κεφαλαίων οδηγεί στη συσσώρευση ελλειμμάτων και στην αδυναμία διασφάλισης ικανοποιητικής διατηρήσιμης ανάπτυξης και σύγκλισης με τον Μ.Ο. της Ευρώπης, από τον οποίο απομακρυνθήκαμε. Με επιδοματικές ενισχύσεις τύπου πανδημίας (40 δις Ευρώ), χωρίς να βελτιώνουν με επενδύσεις την παραγωγική δομή της οικονομίας, η όποια βελτίωση του ΑΕΠ είναι παροδική. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως ενίσχυση των επενδύσεων, κυρίως σε τομείς που αξιοποιούν την τεχνολογία και τα αποτελέσματα της επιστήμης σε νέους τομείς, με ταυτόχρονη μείωση της συμμετοχής της κατανάλωσης στο ΑΕΠ και την αύξηση του μεριδίου των εξαγώγιμων προϊόντων. Μόνο έτσι θα ξεφύγει από τον διαρκή κίνδυνο των δίδυμων ελλειμμάτων και θα διασφαλίσει τη συμμετοχή της στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου.