Δεύτερη στη σειρά αστοχία για την κυβέρνηση και τις προβλέψεις της σχετικά με την εξέλιξη του ΑΕΠ. Μετά την ανέλπιστη έκπληξη από τον ρυθμό ανάπτυξης του 7,1% στο β’ τρίμηνο την οποία ουδείς ανέμενε, ήλθε το γ’ τρίμηνο, που προκάλεσε ψυχρολουσία, με το εξαιρετικά χαμηλό +2,8%, το οποίο επίσης ουδείς ανέμενε.
Διαβάζοντας, δε, πίσω από τους πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ, συνάγονται μια σειρά από ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, όπως:
– η στρεβλή σχέση εισαγωγών / εξαγωγών που αποτυπώνεται στο βαθιά κόκκινο ισοζύγιο πληρωμών,
– η καταναλωτική δαπάνη η οποία είναι μεν αυξημένη κατά 3,6% ετησίως, όμως μερικώς αποπληθωρισμένη προφανώς και δεν οδηγεί σε θετικά συμπεράσματα, όπως και η μείωσή της κατά 0,6% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο παρά την επίδραση των ξένων τουριστών,
– η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης από το β’ στο γ’ τρίμηνο, το οποίο λογίζεται και το ισχυρότερο -λόγω τουρισμούδιάστημα,
– η μείωση των εξαγωγών αγαθών κατά 0,3% σε ετήσια βάση,
– η μικρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών (όπου περιλαμβάνεται και ο τουρισμός) επίσης σε ετήσια βάση.
Και σαν να μην έφθαναν όλα τα ανωτέρω, ήλθε χθες η ΕΛΣΤΑΤ και διόρθωσε επί τα χείρω την εξέλιξη του ΑΕΠ κατά το α’ και β’ εξάμηνο του 2022, στερώντας έτσι κι άλλες εφεδρείες για την κάλυψη του στόχου περί ρυθμού ανάπτυξης, φέτος, της τάξης του 5,6%.
Στην πράξη, τώρα, και για να κλείσει ο χρόνος με ετήσια ανάπτυξη 5,6% που είναι ο στόχος του ΥΠΟΙΚ, θα πρέπει το δ’ τρίμηνο να εμφανίσει αυξημένο ΑΕΠ κατά 4,5% σε ετήσια βάση, επίδοση την οποία θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να επιτύχει η ελληνική οικονομία.
Όλα δείχνουν ότι έρχεται μια ακόμη αστοχία στις προβλέψεις της κυβέρνησης, που θα είναι και η τρίτη στη σειρά.
Από την έντυπη έκδοση