Του Χαράλαμπου Γκότση*
Η εποχή μας αναμφίβολα, σημαδεύεται από μια σειρά από πολυεπίπεδες, επικαλυπτόμενες αναταράξεις στη λειτουργία των οικονομιών, οι οποίες συνάμα είναι και πρωτόγνωρες. Κοινά χαρακτηριστικά όλων των κρίσεων που βιώσαμε, ήταν και είναι το μεγάλο βάθος, η διάρκεια, αλλά και η ανάγκη που δημιουργήθηκε για αύξηση των κρατικών δαπανών με σκοπό τη στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων, οι οποίες όπως ήταν αναμενόμενο χρηματοδοτήθηκαν με δημόσιο δανεισμό.
Έτσι, μέχρι και το ξέσπασμα του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, ο οποίος επιδείνωσε τα μεγέθη, η Γαλλία δαπάνησε 460 δις Ευρώ, η Γερμανία 400 δις, η Ιταλία 300 δις, η Ισπανία 250 δις, ενώ η υπερχρεωμένη Ελλάδα διέθεσε 50 δις. Αποτέλεσμα, ο νέος δανεισμός για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ανέλθει από την έναρξη της πανδημίας μέχρι εκείνη του πολέμου, στα 1,9 τρις Ευρώ, εκτοξεύοντας το λόγο του Χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ε.Ε. από 77, 2% στο 90,1%.
Πρωταγωνιστές της υπερχρέωσης εξακολουθούν να είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Κύπρος , χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι και οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν το επόμενο διάστημα το ίδιο πρόβλημα, που συνίσταται στην συρρίκνωση ή και στη δημιουργία συνθηκών ευνοϊκής αναχρηματοδότησης με μακροπρόθεσμη προοπτική εξυπηρετησιμότητάς του.
Οι νέες συνθήκες συμβάλλουν στη διαχείριση του χρέους
Το μέγεθος της υπερχρέωσης και η μεγάλη διασπορά της, χωρίς αμφιβολία, δεν έχει προηγούμενο στην οικονομική ιστορία, αν εξαιρέσει κανείς τις περιόδους των μεγάλων πολέμων με τις οδυνηρές επιπτώσεις τους. Όμως, σχεδόν αναπάντεχα, προέκυψε, ως από μηχανής θεός, ένας σύμμαχος, ο οποίος αλλάζει σημαντικά την εικόνα του δημοσίου χρέους. Ο πληθωρισμός, που φτωχοποιεί μισθωτούς, συνταξιούχους, καταθέτες και γενικά όλους όσοι έχουν σταθερά εισοδήματα και δεν έχουν τη δυνατότητα να τα προσαρμόσουν προς τα πάνω σύμφωνα με τις κινήσεις του γενικού επιπέδου των τιμών, έχει ευεργετικές επιδράσεις στις υποχρεώσεις του κράτους. Πράγματι, ιστορικά έχει καταγραφεί, ότι το κράτος ανήκει στους επωφελούμενους από τον υψηλό πληθωρισμό. Με τη λειτουργία ποιού μηχανισμού όμως προκύπτει αυτό;
Οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών, έχουν ως επακόλουθο την αύξηση του ονομαστικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ακόμη και όταν το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται ελαφρά ή και καθόλου. Έτσι, ο λόγος «μέγεθος χρέους/μέγεθος ΑΕΠ», που απεικονίζει τη δανειακή έκθεση μιας χώρας, εμφανίζεται να έχει καλύτερη εικόνα. Αυτό σημαίνει, ότι και χωρίς πραγματική ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του όγκου των προϊόντων και υπηρεσιών σε μια χρονική περίοδο, επειδή πολλαπλασιάζονται με υψηλότερες τιμές, προκύπτει ένα μεγαλύτερο ΑΕΠ, το οποίο βελτιώνει τη σχετική θέση της χώρας. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στις μέρες μας και με πολλές επιχειρήσεις, οι οποίες βλέπουν τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη τους να αυξάνονται, παρότι παράγουν και πωλούν λιγότερα προϊόντα, ενώ οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι.
Επίσης ένα όφελος ακόμη που αποκτά το κράτος, είναι ότι μέσω του πληθωρισμού περισσότερα άτομα καλούνται να καταβάλλουν περισσότερους φόρους. Άλλωστε, όπως τα περισσότερα μεγέθη, έτσι και τα φορολογικά έσοδα υπολογίζονται σε ονομαστική βάση. Αυτό ισχύει, όχι μόνο επειδή οι έμμεσοι φόροι αυξάνονται ταυτόχρονα με τις αυξήσεις των προϊόντων, αλλά ακόμη και διότι πολλοί αποδέκτες εισοδημάτων αλλάζουν φορολογική κλίμακα. Η προοδευτική κλίμακα, στην οποία βασίζεται το φορολογικό μας σύστημα, φροντίζει, ώστε το κράτος να αυξήσει τις εισπράξεις του.
Η πορεία της αποκλιμάκωσης του ελληνικού χρέους
Το δημόσιο χρέος της χώρας μας, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια για την απομείωσή του, (διαγραφή ενός σημαντικού τμήματος μέσω του PSI και υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα), μετά τα μέτρα στήριξης εκτοξεύθηκε μέσα στο 2020 στο 206% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα η χώρα να καταλάβει την τρίτη θέση μεταξύ των υπερχρεωμένων χωρών παγκοσμίως, μετά την Ιαπωνία, που ούτως ή άλλως παρουσιάζει ευνοϊκότερο προφίλ καθώς και το Σουδάν.
Εν τω μεταξύ, με βάση τον προϋπολογισμό που κατατέθηκε στη Βουλή για το 2023, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης για το σύνολο του έτους 2022 εκτιμάται ότι θα ανέλθει τελικά στα 392,3 δις Ευρώ ή στο 186,9%, ενώ στο τέλος του 2023 θα διαμορφωθεί στα 395 δις ή στο 178,8% του ΑΕΠ. Παρόμοια περεταίρω αποκλιμάκωση για το ελληνικό χρέος προβλέπει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τα επόμενα χρόνια: 2024 στο 163,8%, 2025 στο 159,1%, 2026 στο 154,4% και το 2027 στο 149,9%. Συνεπώς, το ελληνικό χρέος αναμένεται να συρρικνωθεί τα επόμενα πέντε χρόνια κατά 40 περίπου ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Αυτή είναι η μία, χωρίς αμφιβολία, θετική όψη του νομίσματος. Υπάρχουν δυστυχώς και αγκάθια, τα οποία αλλοιώνουν τη συνεισφορά αυτής της εξέλιξης.
Συνοδευτικές αρνητικές εξελίξεις της αποκλιμάκωσης
-Από τη διαδικασία απομείωσης του χρέους μέσω πληθωρισμού είναι αυτονόητο, ότι κάποιοι ζημιώνονται, κυρίως οι πιστωτές και οι αποταμιευτές, οι οποίοι είναι αναμενόμενο, ότι θα πιέζουν τα επόμενα χρόνια για αύξηση των επιτοκίων με σκοπό να μειωθεί η διαφορά μεταξύ πληθωρισμού και ονομαστικών επιτοκίων. Η διαδικασία προσαρμογής των επιτοκίων μέσω της αύξησης του επιτοκίου αναφοράς της ΕΚΤ βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και αναμένεται να μην ανακοπεί έως ότου διαμορφωθεί ένα επίπεδο τιμών περί το 2-3%, το οποίο θεωρείται πλέον φυσιολογικό. Αυτό θα συμβεί, κατά τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ προς τα τέλη του 2014. Τότε μόνο, όταν τα επιτόκια θα βρίσκονται πάνω από το ποσοστό πληθωρισμού, οι αγοραστές των κρατικών τίτλων θα είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε νέες εκδόσεις ή στην επανέκδοση κάποιων που λήγουν. Όσο αυξάνουν όμως τα επιτόκια αναφοράς της Κεντρικής Τράπεζας, ενισχύονται και οι αποδόσεις των τίτλων και συνεπώς εξασθενεί και το ευεργετικό αποτέλεσμα του πληθωρισμού πάνω στο χρέος.
Η χώρα μας βέβαια απολαμβάνει μιας ιδιαίτερης προστασίας σε ότι αφορά τις αρνητικές επιπτώσεις της ανόδου των αποδόσεων επειδή διαθέτει ένα ευνοϊκό προφίλ δημοσίου χρέους, τουλάχιστον όσο βρίσκεται σε ισχύ η συμφωνία ρύθμισης που υπεγράφη στο Λουξεμβούργου τον Ιούνιο του 2018. Η μακρά περίοδος μέσης ωρίμανσης, το χαμηλό κόστος με σταθερό επιτόκιο για το μεγαλύτερο μέρος του καθώς και η διακράτηση σχεδόν αποκλειστικά από θεσμικούς φορείς, δημιουργούν έναν διάδρομο ασφαλείας για τα επόμενα χρόνια ικανό να εξομαλύνει όποιες αναταράξεις παρουσιαστούν, έως ότου ισορροπήσει η αγορά. Παρά ταύτα, όπως διαπιστώσαμε πρόσφατα, όταν η απόδοση του 10ετούς σκαρφάλωσε στο 5% και de facto αποκλεισθήκαμε από τις αγορές για την αναχρηματοδότηση εκδόσεων που έληγαν, οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί. Στο τέλος της ημέρας, άλλωστε, όταν ο πληθωρισμός μειωθεί και η επιβράδυνση της ανάπτυξης παγιωθεί, θα έχουν απομείνει τα υψηλά επιτόκια, τα οποία ενδέχεται να δημιουργήσουν νέους πονοκεφάλους στη διαχείριση του ούτως ή άλλως υψηλού δημοσίου χρέους μας.
-Μία εξίσου σημαντική επίπτωση προέρχεται και από την επιδείνωση που καταγράφεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας, εξαιτίας της εκτόξευσης του πληθωρισμού. Με βάση τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος στο 9μηνο του τρέχοντος έτους, το έλλειμμα αυξήθηκε κατά 10,8 δις Ευρώ. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών. Οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 39,1% ενώ οι εξαγωγές κατά 25,7%. Επειδή τώρα ένα μεγάλο μέρος των αυξήσεων στις εισαγωγές οφείλεται στις αυξήσεις των τιμών των ενεργειακών προϊόντων αλλά και στην πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του Ευρώ έναντι του Δολαρίου, το γεγονός δε συνδέεται με περεταίρω μείωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε, όλες οι οικονομίες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα με το κόστος της ενέργειας, με αποτέλεσμα καμία να μην αποκτά εξ αυτού του λόγου κάποιο πλεονέκτημα.
Σημαντικές όμως είναι οι επιπτώσεις στην εξέλιξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, αφού η διαφορά μεταξύ δαπανών για εισαγωγές και εισπράξεων από εξαγωγές, συμβάλλει αρνητικά στο σχηματισμό του ΑΕΠ. Το ανησυχητικό δε είναι, ότι στην έκθεση με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα αναφέρεται, ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα εξακολουθήσει να είναι υψηλό και να κινείται πάνω από το 8% του ΑΕΠ μέχρι και το 2024. Αυτό παραπέμπει απευθείας στο μόνιμο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που αντιμετωπίζει η χώρα και το οποίο ήταν, μαζί με τις αλόγιστες δημόσιες δαπάνες, από τις βασικότερες αιτίες της de facto χρεοκοπίας της χώρας, όταν το 2007 και το 2008 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε το 14% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η αντιμετώπιση του προβλήματος του εξωτερικού χρέους σε σταθερή και μόνιμη βάση προϋποθέτει τη δημιουργία μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης. Η συμμετοχή της κατανάλωσης, του τουρισμού και της οικοδομής, μπορεί ενίοτε βραχυπρόθεσμα να αποτελούν κάποια λύση, όμως δεν εγγυώνται μια αξιόπιστη συμμετοχή στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Αυτό θα έπρεπε να είχε αποτελέσει οδηγό κατά το σχεδιασμό της κατανομής των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, που αποτελεί πράγματι μια ελπίδα για την επόμενη μέρα, θέτοντας τις προτεραιότητες μακριά από την πεπατημένη και τις κατεστημένες επιχειρηματικές πρακτικές. Γεγονότα, όπως ο πληθωρισμός, που με τεχνητό τρόπο βοηθούν στην απομείωση του εξωτερικού χρέους, δε βελτιώνουν τη σχέση ανταλλαγής προϊόντων (terms of trade), που αποτελεί τον αποφασιστικό δείκτη αλλαγής σελίδας στο πιο σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα για πολλές δεκαετίες.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς