Το δίλημμα που θέτει η επιθετική πολιτική επιτοκίων της ΕΚΤ είναι ένα και σαφές. Είτε λαμβάνονται μέτρα για να μην περάσουν μερικώς ή στο σύνολό τους οι αυξήσεις στα δάνεια των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, είτε είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα υποδεχτούμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Επειδή τα κόκκινα δάνεια δεν είναι απλώς αριθμοί ή στατιστική απεικόνιση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, αλλά πίσω τους κρύβονται κοινωνικά δράματα, το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα.
Δεν διαφωνεί κανείς επ’ αυτού, αλλά το πρόβλημα είναι ποιος θα επωμιστεί το κόστος της ελάφρυνσης των δανειοληπττών. Και οι εναλλακτικές είναι τρεις. Οι τράπεζες, ο κρατικός προϋπολογισμός ή αμφότερες οι δύο πλευρές.
Ο Υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ανέλαβε την πρωτοβουλία και κάλεσε τους επικεφαλής των τραπεζών, ζητώντας τους να λάβουν μέτρα, ώστε να μειωθεί η πρόσθετη επιβάρυνση των δανειοληπτών, ιδιαίτερα εκείνων με στεγαστικά δάνεια που είναι κυμαινόμενου επιτοκίου συνδεμένα με τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Οι τράπεζες αρχικά δέχτηκαν, αλλά υπό τον όρο το κόστος να το αναλάβει το Δημόσιο.
Ο ΥΠΟΙΚ το ξέκοψε, ζητώντας να επωμιστούν οι ίδιες το όποιο κόστος, θέμα στο οποίο τον στήριξε χθες και ο πρωθυπουργός.
Ακόμη δεν έχει βρεθεί η χρυσή τομή, αλλά όσο πιο συμβιβαστική θα είναι η συμφωνία, όπως τα σενάρια που κυκλοφορούν, το πρόβλημα του κόστους των επιτοκίων δεν θα επιλυθεί στη ρίζα του.
Και έρχεται σε μια περίοδο που ήδη τα νοικοκυριά πιέζονται ασφυκτικά από τις αυξήσεις του κόστους θέρμανσης και τις ανατιμήσεις των ειδών διατροφής, σφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον κλοιό και ο κίνδυνος να κοκκινίσουν τα δάνεια είναι υπαρκτός και όχι θεωρητικός.
Στο πλαίσιο αυτό, η διελκυστίνδα κυβέρνησης τραπεζών πρέπει να λήξει το συντομότερο.
Από την εντυπη έκδοση