Πριν από λίγες ημέρες, στο πλαίσιο μιας ακόμη άτυπης προεκλογικής περιοδείας στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «μυρίζουν εκλογές». Το πιο ενδιαφέρον σε αυτή τη δήλωση δεν αυτή καθαυτή η νύξη για τον χρονισμό των εκλογών. Άλλωστε, η κοινή γνώμη -εξαιρουμένων των πολιτικών συντακτών και των κομματικών στελεχών- ελάχιστα ενδιαφέρεται για το αν οι βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν τελικά τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο ή τον Μάιο.
Εκεί που αξίζει να σταθεί περισσότερο κανείς είναι η λεκτική αποστασιοποίηση του κ. Μητσοτάκη από μια απόφαση η οποία -στην Ελλάδα τουλάχιστον- λαμβάνεται πάντα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να οσμίζεται τον χρόνο των εκλογών το πρόσωπο το οποίο θα τις προσδιορίσει;
Μια απάντηση στο ερώτημα είναι ότι ο πρωθυπουργός ήθελε να δώσει ένα (ακόμη) σήμα ετοιμότητας στον κομματικό μηχανισμό εν όψει της εκλογικής μάχης, οποτεδήποτε αποφασιστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι θα αρκούσε μια από τις κλασικές γενικόλογες πολιτικές δηλώσεις, όπως το «μπήκαμε στην τελική ευθεία» ή το «πλησιάζει η ώρα των εκλογών».
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη ερμηνεία. Ίσως η αναφορά περί οσμής εκλογών να στρεφόταν και σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν αποκλείεται δηλαδή οι αποδέκτες να είναι εμβληματικά στελέχη της γαλάζιας παράταξης που φέρονται να δυσανασχετούν για τις κρατικές παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και ίσως εξετάζουν το ενδεχόμενο να τοποθετηθούν δημοσίως διαχωρίζοντας εαυτούς από το σκάνδαλο. Και το μήνυμα σε αυτή την περίπτωση είναι σαφές: εάν η δυσαρέσκεια εκφραστεί δημοσίως, τότε θα μυρίσει πραγματικά εκλογές…
Από την έντυπη έκδοση