Το 2023 δεν υπόσχεται να είναι μια εύκολη χρονιά. Όχι μόνο λόγω των αβεβαιοτήτων σχετικά με την οικονομική και γεωπολιτική κατάσταση, αλλά επειδή θα αρχίσει μεγάλη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Την ίδια ώρα μάλιστα που η Κριστίν Λαγκάρντ ξεκαθάρισε ότι στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο θα καθοριστεί νέα σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη για τη συγκράτηση του πληθωρισμού: Θα αυξηθούν κι άλλο τα επιτόκια -το πιο πιθανό κατά 50 μονάδες βάσης -αλλά κυρίως θα τεθούν οι βασικές αρχές για τη μείωση του χαρτοφυλακίου των ομολόγων» και θα ξεκινήσει τον επόμενο χρόνο η διακοπή των καθαρών αγορών των τίτλων που κατέχει η ΕΚΤ.
Δεν χρειάζονται περίπλοκες οικονομικές αναλύσεις για να προβλεφθεί ότι, με την επαναφορά στην αγορά σημαντικού μέρους του δημόσιου χρέους των χωρών που έχει στην κατοχή της η ΕΚΤ θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα αύξηση των επιτοκίων.
Την ίδια ώρα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε τις κατευθυντήριες γραμμές της για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ενα νέο σύνολο κανόνων που θα πρέπει βέβαια να εγκριθεί από τα κράτη μέλη, αλλά η πρόταση της Επιτροπής θα καθορίσει το πλαίσιο, έστω και με κάποιες προσαρμογές.
Η «καινοτόμος» πτυχή της πρότασης των Βρυξελλών φαίνεται να είναι το τετραετές σχέδιο (ενδεχομένως με δυνατότητα επέκτασης για άλλα τρία χρόνια) για τη μείωση του χρέους που θα συμφωνείται μεταξύ της κάθε χώρας και της Επιτροπής και θα γίνεται με ετήσιους ελέγχους των αποτελεσμάτων.
Η καινοτομία είναι ότι εγκαταλείπεται η ιδέα των ίσων κανόνων για όλους, αναγνωρίζεται ότι οι χώρες βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις όσον αφορά τη θέση του χρέους και τα επίπεδα ανάπτυξης. Το ποσοστό του 3% του ελλείμματος/ΑΕΠ παραμένει σταθερό, κωδικοποιημένο στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και ως εκ τούτου δύσκολο να αλλάξει. Όμως ο «κανόνας του χρέους» στην τρέχουσα διατύπωσή του εγκαταλείπεται, ένας κανόνας που εισήχθη πριν από περίπου 10 χρόνια και δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πραγματικότητα, ο οποίος αναγνωρίζεται ως μη εφαρμόσιμος με τα σημερινά επίπεδα χρέους. Πρόκειται για τη δέσμευση για μείωση του πλεονάζοντος χρέους με ποσοστό 1/20 ετησίως, κάτι απαγορευτικό για υπερχρεωμένες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, για παράδειγμα, που θα σήμαινε μείωση του χρέους κατά 4-5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Είναι σαφές σε όλους -και στην Κομισιόν φυσικά -ότι η υποταγή σε έναν τέτοιο κανόνα θα σήμαινε ότι η διαδικασία θα παραβιαζόταν στην πράξη.
Συνεπώς, το πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους που καταρτίζει κάθε χώρα δεν θα πρέπει να συμμορφώνεται με άκαμπτες και προκαθορισμένες παραμέτρους, αλλά θα πρέπει να κριθεί αξιόπιστο με βάση τις τεχνικές αξιολογήσεις που διενεργεί η Επιτροπή. Επιπλέον, αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει να αξιολογηθεί μαζί με την ένδειξη πολιτικών διαρθρωτικού χαρακτήρα και επενδύσεων προσανατολισμένων στην ανάπτυξη, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν «ηπιότερα» προγράμματα αποπληρωμής.
Όλα αυτά είναι λογικά, αλλά το ερώτημα είναι ποιος τα αξιολογεί και σε ποια βάση;
Ενιαίος περιορισμός
Οι κανόνες που βασίζονται επίσης σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς θα αντικατασταθούν από την υιοθέτηση ενός ενιαίου περιορισμού, ο οποίος επιβάλλει ένα όριο στην αύξηση των πρωτογενών δαπανών, δηλαδή των δημοσίων δαπανών χωρίς τόκους. Αυτό πρέπει να εξελιχθεί σε μια πορεία συνεπή με τη μείωση του χρέους. Η απλούστευση των κριτηρίων ανταποκρίνεται στο αίτημα της Γερμανίας και άλλων βορείων χωρών να υπάρχουν σαφείς κανόνες ώστε να είναι δυνατός ο ξεκάθαρος εντοπισμός κάθε παραβίασης. Μια πιθανή «ποινή», θα μπορούσε να είναι αποκλεισμός από το Ταμείο Ανάκαμψης, επιβεβαιώνοντας ότι η αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ενισχύει επίσης την ικανότητα «τιμωρίας» των απείθαρχων χωρών-μελών.