«Η πρόνοια δεν πρέπει να αφήνεται σε ιδιώτες». «Και σε κρατικές δομές δεν αποκαλύπτονται ντροπές;». «Η ιδρυματική φροντίδα, ιδιωτική και δημόσια, είναι μια μορφή κακοποίησης από μόνη της». «Η αναδοχή είναι η λύση», «Αν δεν υπάρχουν ανάδοχες οικογένειες για όλα τα παιδιά;» Γυρνάμε στα παλιά και περιμένουμε από τον από μηχανής θεό να δράσει δίκαια και αποφασιστικά;
Ελαφρύ το μυαλό. Σαν τσόφλι. Το ανάθεμα, όμως, δεν το ‘χει. Δεν θυμάμαι η ιερή αγανάκτηση να έχει βοηθήσει κανένα παιδί, κανέναν ευάλωτο, αλλά και κανέναν ηλικιωμένο σε ιδρύματα ή δομές αφημένο.
Ας μείνουμε στα παιδιά, γιατί η ανημποριά και τα γηρατειά είναι μια άλλη ξενιτιά. Αν δεν έχεις ζήσει μια τέτοια κατάσταση, δεν ξέρεις πώς είναι. Εγώ τουλάχιστον δεν ήξερα, όταν απ’ της νιότης τα αλώνια, προσγειώθηκα σε έναν πρώην καφενέ στην οδό Πύλου. Τότε, δεν είχε φωτογραφίες, αναγνώριση, βραβεία, χρήμα, χορηγίες, δημοσιότητα. Δεν είχε καν όνομα. Είχε ιστορίες. Σε κατασκότεινους και καταθλιπτικούς δρόμους. Σε μια απωθητική διαδρομή από και προς την Ομόνοια.
Νόμιζα ότι θα βοηθούσα πέντε-δέκα παιδιά στα Μαθηματικά και τη Φυσική Γυμνασίου. Ελεύθερο χρόνο είχα, δεν το πολυσκέφτηκα. Εμπειρία είχα από γειτονάκια, αδέρφια φίλων, δεν το θεώρησα δύσκολο, ούτε πράξη ευαισθησίας, αλληλεγγύης ή φιλανθρωπίας, λέξη που κάνει τα νεύρα μου χορδή πολλών ρυθμών σε επαλληλία. Ήταν κάτι φυσιολογικό, όπως η ανάσα. Άλλα δεν ήταν.
Οι συναρτήσεις και οι μεταβλητές ήταν αστεία θέματα μπροστά στα βιώματα των παιδιών. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια ήταν δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο. Το τρομακτικό για την ανόητη άμαθη, που έφτιαχνε κέικ και φίλευε σοκολατάκια, ήταν ότι δεν υπήρχε δραματικός τόνος. Σαν να είναι φυσιολογικό να είσαι παιδί και να ζεις στο κακό. Δαιμόνια κι αθώα.
Έμεινα τρεις μήνες, αν θυμάμαι καλά, δικαιολόγησα με μέσον -το ομολογώ και δεν ντρέπομαι γι’ αυτό- και κάμποσες απουσίες σε ένα παιδί, που θα έχανε τη σχολική χρονιά και δεν συνέχισα. Λόγω δουλειάς.
Χρόνους πολλούς μετά, ένα παλικάρι στο δρόμο με σταματά. «Είμαι ο… Κάνω μαθητεία σε μια σχολή του ΟΑΕΔ. Κυρία, δεν με θυμάστε;»
Πάντα, θα θυμάμαι, όσο έχω τον νου στην προσταγή μου, Βαγγελάκη μου.
Από την έντυπη έκδοση