Το τελικό σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού του 2023, που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή, δεν θα μας καταστήσει σοφότερους για την οικονομική πολιτική του επόμενου έτους. Διαχρονικά, ο προϋπολογισμός δεν εφαρμόστηκε ποτέ όπως συντάχθηκε, πόσο μάλλον αυτός του 2023, που καλείται να επιπλεύσει σε έναν ωκεανό αβεβαιοτήτων.
Το διεθνές σκηνικό είναι τόσο ρευστό όσο ελάχιστες φορές στο παρελθόν, σε βαθμό που δεν επιτρέπει ασφαλή πρόβλεψη για κανένα οικονομικό μέγεθος. Ποια θα είναι η μέση τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου; Ποια θα είναι η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου; Ποια θα είναι η επίδραση των αλόγιστων αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ;
Επίσης, η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη, που απορροφούν πάνω από το 50% των ελληνικών εξαγωγών και απ’ όπου προέρχεται το 60% των τουριστών, θα διατηρήσουν το θετικό πρόσημο στο ΑΕΠ ή θα πέσουν σε ύφεση; Το κυριότερο, θα λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία ή θα υπάρξει κλιμάκωση, λόγω ατυχήματος ή «σκόπιμου λάθους»; Είναι ερωτήματα για τα οποία, σήμερα, μόνο επισφαλείς υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν. Επίσης, η οικονομική πολιτική του 2023 έχει και μια επιπλέον ιδιαιτερότητα.
Το αργότερο μέχρι τα μέσα του 2023 θα γίνουν εθνικές εκλογές, γεγονός που περιπλέκει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές και τους δημοσιονομικούς στόχους, κυρίως για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι πως ο νέος προϋπολογισμός, σε επίπεδο στόχων, θα έχει μια έντονη χροιά παροχών, διατηρώντας τη μακρά «δημοσιονομική μας παράδοση».
Ο δεύτερος λόγος είναι πως τουλάχιστον τον μισό προϋπολογισμό του 2023 θα τον υλοποιήσει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές. Ανεξάρτητα από το κόμμα που θα κερδίσει, το βέβαιο είναι πως η οικονομική πολιτική θα φέρει το αποτύπωμα του «μηνύματος» της κάλπης.