Στο Ισραήλ, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών, αλλά η κυβέρνηση που θα σχηματίσει αναμένεται να είναι η πιο δεξιά στην ιστορία της χώρας. Η κομματική συμμαχία που δημιούργησε ο Νετανιάχου περιλαμβάνει ακροδεξιούς εξτρεμιστές ακόμη και ρατσιστές εταίρους. Όπως ο Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, που από παρίας του πολιτικού κόσμου λόγω των ακροδεξιών του απόψεων, κατόρθωσε να αναδείξει το εθνικο-θρησκευτικό κόμμα του τρίτη δύναμη με 14 έδρες. Ο Μπεν-Γκβιρ είναι πλέον ο δεύτερος ισχυρότερος εταίρος του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στο Ισραήλ.
Στην Ιταλία, επικεφαλής της νέας κυβέρνησης είναι η μεταφασίστρια Τζόρτζια Μελόνι, όσο κι αν προσπαθεί να βγάλει την «προβιά της λύκαινας» για να γίνει αποδεκτή από το σύστημα.
Στη Σουηδία, επίσης, η ακροδεξιά είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη και βασικός συντελεστής στην κυβέρνηση.
Στη Βραζιλία, ο ακροδεξιός εξτρεμιστής και καταστροφέας των τροπικών δασών του Αμαζόνιου, Ζαίρ Μπολσονάρο,ηττήθηκε οριακά από τον κεντροαριστερό Λούλα ντα Σίλβα.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις ενδιάμεσες εκλογές της ερχόμενης Τρίτης, οι πιθανότητες νίκης του «Τραμπικού» Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, στο οποίο κυριαρχούν ακροδεξιοί, υπέρμαχοι της «ανωτερότητας των λευκών», θεωρητικοί συνωμοσίας και αντίπαλοι των αμβλώσεων.
Τι έχει συμβεί λοιπόν; Γιατί τα κόμματα του κέντρου, της κεντροαριστεράς και των φιλελεύθερων, δεν φαίνεται να έχουν σχεδόν καμία πιθανότητα απέναντι στους σκληρούς εθνικιστές συντηρητικούς και τους δεξιούς εξτρεμιστές; Μια εξήγηση που δίνεται είναι ότι οι ψηφοφόροι επί του παρόντος ανησυχούν λιγότερο για την απειλή καταστολής της δημοκρατίας και πολύ περισσότερο για τις τιμές της βενζίνης και του φυσικού .
Πιο αποτελεσματική αφήγηση
Με λίγα λόγια: η ακροδεξιά εμφανίζεται να έχει μια αποτελεσματική αφήγηση. Σε καταστάσεις κρίσης όπως τώρα, πολλοί ψηφοφόροι πιστεύουν ότι οι δήθεν αντισυστημικοί ακροδεξιοί ,είναι πιο αποφασισμένοι να βγουν μπροστά και να διεκδικήσουν λύσεις στα προβλήματα. Και στο βαθμό που οι «κανονικοί» συντηρητικοί μετατραπούν σε «ριζοσπαστικοποιημένους συντηρητικούς» και κάτσουν χωρίς δισταγμούς στο «τραπέζι» με τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές, οι κυβερνητικές πλειοψηφίες είναι πιθανές.
Όπως λέει η αυστριακή καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών, Νατάσα Στρομπλ στο βιβλίο της με τίτλο «Ριζοσπαστικοποιημένος συντηρητισμός», αν και όλοι μιλούν για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, τα παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα βρίσκονται επίσης σε παρακμή, ή τουλάχιστον σε δίλημμα: Πρέπει να κάνουν άνοιγμα σε προοδευτικές αστικές δυνάμεις; Ή θα προτιμούσαν να ενισχύσουν το συντηρητικό τους προφίλ; Για παράδειγμα,ενώ η Άνγκελα Μέρκελ εκπροσωπούσε το πρώτο μοντέλο, πολιτικοί όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Ορμπαν και ο Νετανιάχου, αντιπροσωπεύουν το δεύτερο. Είναι εκπρόσωποι ενός ακραίου συντηρητισμού.
Η Νατάσα Στρομπλ αναλύει τις ρητορικές και πολιτικές στρατηγικές του ακραίου συντηρητισμού: Δείχνει πώς οι πολιτικοί αυτοί χρησιμοποιούν τη δυσαρέσκεια για να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους ή να δημιουργήσουν τις δικές τους αφηγήσεις για να ασκήσουν «έλεγχο των μηνυμάτων» και να απορρίψουν την εναντίον τους κριτική ως «ψεύτικες ειδήσεις». Αντί για ουσιαστική συζήτηση, επιδιώκουν την αντιπαράθεση. Στα δικά τους κόμματα μειώνουν τη δημοκρατία και βασίζονται σε μικρούς κύκλους συμβούλων για να κυβερνήσουν. Κάνοντας αυτό, σύμφωνα με την Στρομπλ, οι ηγέτες αυτοί καταφεύγουν επανειλημμένα στις μεθόδους των ακροδεξιών ριζοσπαστικών δεξιών κινημάτων και οργανώσεων.
«Οι άλλοι φταίνε»
Η αφήγηση της ακροδεξιάς (και, σε κάποιο βαθμό, των ακραίων συντηρητικών) είναι απλή: οι άλλοι φταίνε. Τα «κόκκινα τσιμπούρια», οι μετανάστες, οι άθεοι ΛΟΑΤΚΙ. Και αυτό το μήνυμα διαδίδεται μαζικά χωρίς την παραμικρή αναστολή.
Αυτό θα μπορούσε βέβαια να περιοριστεί αν η αριστερά, οι φιλελεύθεροι, η κεντροαριστερά, όλες αυτές οι δυνάμεις, δεν ήταν τόσο αδύναμες στην μετάδοση του δικού τους μηνύματος. Ή δεν το νόθευαν, για να γίνουν επίσης αρεστοί από το «βαθύ κράτος».
Ο Τζο Μπάιντεν για παράδειγμα, ενώ ξεκίνησε τη θητεία του με κοινωνικά προγράμματα δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κλιματική αλλαγή και κατά της ανεργίας, τώρα ακολουθεί σκληρές πολιτικές στη διαμάχη με τη Ρωσία και την Κίνα. Το ίδιο ισχύει για τον συνασπισμό κατά του Νετανιάχου στο Ισραήλ ή για την ιταλική κεντροαριστερά και τους φιλελεύθερους.
Και το τραγικό είναι ότι όταν οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές καταλαμβάνουν ένα κράτος, το πρώτο πράγμα που προσπαθούν να κάνουν είναι να καταστρέψουν τη δημοκρατία. Αυτό έχει ήδη προχωρήσει καλά στην Ουγγαρία και την Τουρκία, και ετοιμάζεται στο Ισραήλ, την Ιταλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και έπεται συνέχεια. Προσδεθείτε δηλαδή, αν δεν αλλάξουν τα πράγματα…