Τις πρώτες μεγάλες αστοχίες στους μακροοικονομικούς στόχους της ελληνικής οικονομίας τις ζήσαμε στο πετσί μας τις μέρες των μνημονίων. Τότε που η τρόικα ανέβαζε τον πήχη για τον στόχο της ανάπτυξης κατά το δοκούν και κατέβαζε τον πήχη για τον στόχο του χρέους βάσει μοντέλων που μόνο η ίδια αναγνώριζε. Τότε που τα μέτρα έπεφταν βροχή στην πλάτη της κοινωνίας και που οι προβλέψεις περί εξέλιξης -στο διηνεκές- των βασικών μεγεθών της οικονομίας ετίθεντο μόνο με τους κανόνες της λογιστικής και της στατιστικής και όχι με τους όρους λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας. Πολλές από τις προβλέψεις αυτές αποδείχθηκαν άστοχες, με την τρόικα να αποδέχεται (εκ των υστέρων) δημόσια τα λάθη της.
Τώρα, θα πείτε, γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά. Διότι προ ημερών η Κομισιόν πρότεινε τη μερική αναθεώρηση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, με τρόπο ώστε το Σύμφωνο Σταθερότητας να εξακολουθεί να περιορίζει το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ μόνο για τα κράτη-μέλη χωρίς υψηλό χρέος, διότι για τα κράτη «υψηλού κινδύνου» (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) προτάθηκε ένας χαλαρότερος «ενδιάμεσος στόχος» στο 90% του ΑΕΠ. Κι όλα αυτά διότι οι έκτακτες διεθνείς συγκυρίες (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία) ανέτρεψαν πλήρως τα δεδομένα, με τις χρηματοοικονομικές προβλέψεις να κινδυνεύουν και πάλι να καταρρεύσουν.
Ορθά παρενέβη η Κομισιόν. Η προσγείωση στην πραγματικότητα επιβάλλεται, όμως πιο ορθό είναι να είμαστε απόλυτα προσγειωμένοι με τα όσα ζητάμε ή απαιτούμε, καθότι και ο νέος, χαλαρότερος στόχος θα είναι πιεστικός για την Ελλάδα, απαιτώντας υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.