Όλα έγιναν όπως αναμενόταν. Η Fed αύξησε τα επιτόκια κατά άλλες 75 μονάδες βάσης. Φρόντισε όμως να κλείσει το μάτι στις αγορές ότι από τον Δεκέμβριο θα μπορούσε να επιβραδύνει τις αυξήσεις, μειώνοντας την προσαρμογή σε μισή μονάδα.
Ο Πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι θα επανεκτιμηθεί ο ρυθμός των αυξήσεων, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση».
Με απλά λόγια, πέρα από την τεχνική γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Πάουελ και προδίδει την ανάγκη εξωραϊσμού μιας εντελώς πολιτικής επιλογής, η Κεντρική Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών θέλησε να στείλει αυτό το σημαντικό σήμα στις αγορές, την παραμονή των ενδιάμεσων εκλογών της 8ης Νοεμβρίου για την ανανέωση του Κογκρέσου. Προφανώς, από …σύμπτωση!
Ειδικά όταν ο επικεφαλής οικονομολόγος και σύμβουλος οικονομικής πολιτικής του Λευκού Οίκου, Τζάρεντ Μπέρνσταϊν, είχε πει «τυχαία» πώς ο Τζο Μπάιντεν υποστηρίζει μια στροφή της Fed στην πραγματική οικονομία μόλις την προηγούμενη μέρα . Το πολιτικό κόστος βλέπετε. Μήπως και αντιστραφεί η διαφαινόμενη ήττα των Δημοκρατικών στις εκλογές.
Τα αληθινά νέα τώρα: Η Wall Street απάντησε με πτώση στις δηλώσεις του προέδρου της Fed, μετά από μια πρώτη, Παβλοβιανή αντίδραση ενθουσιασμού. Σαν το παιδί που του έπεσε το παγωτό και η μαμά του δεν σκοπεύει να αγοράσει άλλο .Η επιστροφή σε μια νέα κανονικότητα αργεί ακόμη.
Το διοικητικό συμβούλιο της Fed φαίνεται όμως να στέλνει και ένα μήνυμα προς την άλλη ακτή του Ατλαντικού- στην Φρανκφούρτη.
Η ΕΚΤ έχει μπροστά της ενάμιση μήνα για να αξιολογήσει τις κινήσεις που θα κάνει, καθώς το επόμενο Συμβούλιο Νομισματικής Πολιτικής είναι προγραμματισμένο για τις 14-15 Δεκεμβρίου.
Η Κριστίν Λαγκάρντ και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να διαβεβαιώνουν ότι οι αυξήσεις στα βασικά επιτόκια θα συνεχιστούν «όσο χρειαστεί», αλλά στην πραγματικότητα, θα αναγκαστούν να το ξαναδούν . Η ενεργειακή συνιστώσα που αυξάνει τον πληθωρισμό είναι αναμφισβήτητα πιο εκτεταμένη από αυτή που έπρεπε να αντιμετωπίσει η Federal Reserve. Τόσο πολύ που η επιμονή στην αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα τεράστιο σφάλμα πολιτικής, όπως αυτό που «πέτυχε» το 2011 ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ. Τότε,με την κρίση του χρέους να αρχίζει να πνίγει την Ευρώπη, ο Τρισέ είχε κάνει το λάθος να προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων προκαλώντας την επιδείνωση της κατάστασης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, τινάζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα στον αέρα.
Ένα χρόνο αργότερα ο διάδοχός του Τρισέ, Μάριο Ντράγκι χρειάσθηκε να πει το περιβόητο «Whatever it takes» και να το εφαρμόσει δύο χρόνια μετά για να αποφύγει τη διάλυση του ευρώ.
Τότε ήταν το δημόσιο χρέος των λεγόμενων Pigs που παρά λίγο να ανατινάξει την ευρωζώνη. Τώρα είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία και το φυσικό αέριο του Πούτιν.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει να αντιμετωπίσει μια ευρωζώνη ουσιαστικά σε ύφεση και με δυσχερείς προοπτικές για το μέλλον. Όποιος θέλει να αποφύγει την υπερβολική αποδυνάμωση του νομίσματος, που επιδεινώνει τον πληθωρισμό, θα πρέπει να προσπαθήσει με κάποιο τρόπο να ακολουθήσει τη Fed. Οποιαδήποτε οικονομική κρίση θα γίνει αισθητή νωρίτερα και πολύ χειρότερα στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού. Άλλωστε, δεν προκύπτει ενότητα της Δύσης στην αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων. Ο καθένας για τον εαυτό του.
Με λίγα λόγια, η Κριστίν Λαγκάρντ κρατά κυριολεκτικά στα χέρια της την τύχη της ευρωζώνης. Και το ερώτημα είναι αν θα επαναλάβει τα λάθη του Τρισέ.