«Τα φώτα σβήνουν σε όλη την Ευρώπη, δεν θα τα ξαναδούμε αναμμένα στη ζωή μας», είχε πει τον Αύγουστο του 1914 ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, σερ Εντουαρντ Γκρέι, καθώς ξεσπούσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο σερ Γκρέι μπορεί τυπικά να διαψεύστηκε γιατί ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε το 1918. Ωστόσο, εκείνη η πρώτη σφαγή συνέχισε να πυροδοτεί κρίσεις και πολέμους μέχρι το 1939,με αποκορύφωμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έναν πόλεμο που τελείωσε με την ολοκληρωτική ήττα της Γερμανίας και δημιούργησε μια «Ψυχρή Ειρήνη» στην Ευρώπη. Μια ειρήνη που γενικά διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό για 77 χρόνια -με εξαίρεση τον πόλεμο που οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας- μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, εφέτος.
Ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι η τρίτη από τις μεγάλες πανηπειρωτικές συγκρούσεις που εμπλέκουν την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν εμπλέκονται βέβαια, άμεσα στη στρατιωτική σύγκρουση, αλλά συμμετέχουν πλήρως σε έναν πολιτικό και οικονομικό πόλεμο κατά της Ρωσίας, ο οποίος είναι εξίσου σημαντικός και έχει πολλές επιπτώσεις με όσα συμβαίνουν στα πεδία των μαχών.
Η Ουκρανία θυμίζει περισσότερο τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τον Δεύτερο, καθώς είναι πιθανό η σύγκρουση να κρατήσει πολύ και με αβέβαιη έκβαση. Ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία είναι πιθανό να κερδίσουν μια συνολική νίκη, αν και και οι δύο έχουν τη θέληση να συνεχίσουν να πολεμούν με την ελπίδα να το πετύχουν.
Η προοπτική ενός ατέρμονος πολέμου στην Ευρώπη δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς αυτό ήταν το πρότυπο και στους πρόσφατους πολέμους στη Συρία, την Υεμένη και τη Λιβύη. Αλλά και στους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, μπορεί να αποκαταστάθηκε τυπικά η ειρήνη, ο πόλεμος συνεχίζεται όμως με άλλα μέσα.
Η Ουκρανία μπορεί να φαίνεται διαφορετική ως ένα σύγχρονο κράτος, αλλά το ίδιο ήταν και το Ιράκ και η Λιβύη πριν καταστραφούν οι υποδομές τους. Το ίδιο περίπου θα μπορούσε να συμβεί στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Η διεθνής προσοχή εστιάζεται υπερβολικά στον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, ξεκινώντας πιθανώς με τη χρήση τακτικών πυρηνικών. Ο συναγερμός για πιθανή χρήση όπλων μαζικής καταστροφής στην Ουκρανία είναι κατανοητός αφού η υπόλοιπη Ευρώπη φοβάται ότι μπορεί να γίνει ο επόμενος στόχος.
Το σίγουρο είναι ότι ένας μακροχρόνιος πόλεμος στην Ουκρανία προκαλεί τεκτονικές αλλαγές στον παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό χάρτη, μερικές από τις οποίες ήδη βλέπουμε.
Το άσχημο είναι ότι ακόμη κι αν υπάρξει μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός – και δεν υπάρχει προς το παρόν καμία ένδειξη – η μόνιμη αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας, φαίνεται αναπόφευκτη. Ο φόβος και το μίσος που δημιουργούνται από τις μάχες θα χρειαστούν τουλάχιστον μια δεκαετία για να εξαλειφθούν. Κάθε πλευρά θα υποδαυλίζει πολέμους δια αντιπροσώπων ( σχετικές εξελίξεις μπορούμε να δούμε στα νότια σύνορα της Ρωσίας) και θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε αδυναμία, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ της Δύσης και της Σοβιετικής Ένωσης.
Η αντιπαράθεση θα είναι ακόμη πιο έντονη εάν μια αποδυναμωμένη Ρωσία πέσει στην αγκαλιά της Κίνας. Μέχρι στιγμής, το Πεκίνο έχει κρατήσει αποστάσεις από τον Πούτιν και δεν του δίνει όπλα. Πιθανώς για να αποφύγει δευτερεύουσες κυρώσεις που θα ζημίωναν την παγκοσμιοποιημένη Κίνα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η Ρωσία και η Κίνα μπορεί να αισθάνονται αναγκασμένες να «αγκαλιαστούν» για να αντιμετωπίσουν έναν κοινό δυτικό εχθρό.