Από την έντυπη έκδοση
Του Πλάτωνα Τσούλου
[email protected]
Όταν για πρώτη φορά τέθηκε ζήτημα μαζικών ανατιμήσεων (μετά τη μερική υποχώρηση της πανδημίας), οι περισσότεροι αναλυτές, αλλά και πολιτικοί, έσπευσαν να προβλέψουν ότι το φαινόμενο θα ήταν παροδικό και ότι γρήγορα ο πληθωρισμός θα επέστρεφε σε φάση αποκλιμάκωσης.
Στη συνέχεια ακούστηκαν και απόψεις περισσότερο προσγειωμένες στην πραγματικότητα, για να ακολουθήσει η γεωπολιτική κρίση, οπότε κάθε σκέψη περί πληθωριστικής αποκλιμάκωσης «κάηκε» από την ενεργειακή ακρίβεια. Προβληματισμός, ανησυχία, απαισιοδοξία κυριάρχησαν παντού και σε όλους.
Ανάλογο κλίμα επικράτησε και στην Ελλάδα, ωστόσο δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστήριζαν ότι από το φθινόπωρο τα επίπεδα του πληθωρισμού θα περιορίζονταν ως αποτέλεσμα της υψηλής βάσης σύγκρισης με το 2021.
Ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου ήλθε για να διαψεύσει κάθε σχετική πρόβλεψη. Ο ΔΤΚ διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στο 12% σε ετήσια βάση, από 11,4% τον Αύγουστο, με το κλίμα να παραμένει βαρύ σε ό,τι αφορά την περαιτέρω εξέλιξη του πληθωρισμού. Αυτή τη φορά τον Δείκτη πυροδότησε το φυσικό αέριο, όπου καταγράφηκε αύξηση τιμών 332% (!), ενώ σημαντικές ήταν κι οι επιδράσεις από το πετρέλαιο θέρμανσης και εν γένει τα καύσιμα, καθώς και από τα τρόφιμα και τις υπηρεσίες μεταφορών.
Γεγονός είναι ότι ο πληθωρισμός ήλθε για να μείνει. Η αποκλιμάκωσή του απλώς θα σημάνει τη διατήρηση των ανατιμήσεων, διότι όποιος… ονειρεύεται την επιστροφή των τιμών σε επίπεδα κανονικότητας, θα πρέπει να υπολογίζει και συνθήκες αρνητικού πληθωρισμού για μακρό διάστημα, ώστε να επέλθει η επιθυμητή διόρθωση. Μόνο μια δυσβάστακτη και σε διάρκεια ύφεση θα προκαλούσε κάτι ανάλογο…