Του Γρηγόρη Ρουμπάνη
Προσοχή μας παρακολουθούν. Όχι οι κοριοί, σαν κι αυτούς που βρήκε και ο Χρ. Σπίρτζης στο τηλέφωνό του, αλλά γενικώς και ειδικώς μας παρατηρούν στο εξωτερικό ως χώρα. Παρακολουθούν τι κάνουμε και πώς αντιδρούμε στα νταηλίκια, όπως λέει και ο πρωθυπουργός, του γείτονα. Και μέχρι τώρα χάνουμε, αφού εκεί που ψάχνουμε το δίκιο μας, αυτοί μας λένε – πάλι – «βρείτε τα» κι ας είναι η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας που απειλεί με επίθεση ή και εισβολή.
Για την ακρίβεια, ο Ερντογάν είναι αυτός που επιλέγει στόχους και η αντιπολίτευση αυτή που τον λοιδορεί πια, γιατί δεν τολμά να πραγματοποιήσει τις απειλές του. Έχει ήδη περάσει τα όρια μιας επιθετικής διπλωματίας και έχει μπει στο προπαρασκευαστικό στάδιο της ένοπλης επέμβασης. Έφτασε πλέον στο σημείο που δεν μπορεί να κάνει πίσω. Κάτι πρέπει να πετύχει ή να ρισκάρει να χάσει. Πέρασε όλο το καλοκαίρι δουλεύοντας πάνω στην επιθετική ρητορική του για το Αιγαίο.
Δεν είναι μόνο μικρά νησιά της ελληνικής επικράτειας που απειλεί να τα πάρει με το αιτιολογικό ότι δήθεν δεν καλύπτονται από νομικό καθεστώς κυριαρχίας, αλλά πλέον έχει στοχοποιήσει και μεγάλα νησιά με την πρόφαση ότι φιλοξενούν αμυντικά συστήματα. Βρίσκονται υπό στρατιωτική κατοχή, λέει. Άρα τι απομένει; Να τα «απελευθερώσει» ή το πολύ-πολύ να καταστρέψει, όπως ευθέως απειλεί, τις αμυντικές τους εγκαταστάσεις, για να πάψουν να απειλούν τα μαχητικά αεροσκάφη του που θέλουν να σουλατσάρουν και πάνω από την Ακρόπολη. Απαντώντας μάλιστα στα ελληνικά διαβήματα προς τους διεθνείς οργανισμούς, κάνει λόγο για μαξιμαλιστικές θέσεις της Αθήνας, που προσπαθεί να επιβάλει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, πράγματα που «δεν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τα χωνέψει».
Από κοντά δεν είναι μόνο ο κυβερνητικός σύμμαχός του Μπαχτσελί, που μοιράζει φωτογραφίες με χάρτες της Γαλάζιας Πατρίδας (με πάνω από το μισό Αιγαίο τουρκικό), είναι και οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Ο Κιλιτσντάρογλου για παράδειγμα πότε τον σπρώχνει μπροστά ενθαρρύνοντάς τον «κάνε κάτι για τα νησιά του Αιγαίου κι εμείς θα σε στηρίξουμε» και πότε τον ειρωνεύεται λέγοντάς του «γλείφεις εκεί που σε φτύνουν». Από κοντά και η Ακσενέρ που τον κατηγορεί ευθέως για ανυποληψία προβλέποντας, ότι κάποια στιγμή τον Μητσοτάκη, τον οποίο δεν θέλει τώρα να τον βλέπει, θα τον αποκαλέσει αδελφό και θα αγκαλιάζεται μαζί του, όπως έχει κάνει με τόσους άλλους.
Υπάρχουν και οι φαιδροί βεβαίως όπως ο γιος του πρώην προέδρου Οζάλ Αχμέτ, ο οποίος ζητάει να γίνει επιτέλους εισβολή τώρα στην Ελλάδα (ίσως επειδή δεν το τόλμησε ο πατέρας του επί Α. Παπανδρέου) και κάποιος δήμαρχος που ως παραμελημένος τζιχαντιστής αυτοκτονίας ανυπομονεί να αυτοπυρποληθεί ανάμεσα σε Έλληνες φαντάρους.
Πολιτικοί και διπλωματικοί παράγοντες-αυτοί που δούλεψαν δίπλα σε μεγάλες προσωπικότητες περασμένων δεκαετιών-κρούουν για ακόμα μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου: τα παιχνίδια διπλωματικής αμηχανίας με τη βουλιμική Άγκυρα πρέπει να τελειώνουν εδώ. Εξάλλου η εμπειρία έχει αποδείξει ότι ούτε στον πολυπολιτισμικό Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών θα βρει άκρη η Αθήνα ούτε στο γυάλινο τσίρκο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες. Έχουν δουλειές με τον αναιδή γείτονα οι άνθρωποι, υπάρχουν ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα, πώς να το πουν διαφορετικά; Πρόφαση μπροστά σε όλα αυτά είναι το κοινό μέτωπο που οφείλει να έχει η Συμμαχία απέναντι στη Ρωσία που κακοποιεί τη λευκή και άμωμη Ουκρανία.
Μπλίνκεν και Στόλτενμπεργκ το επανέλαβαν στο τέλος της βδομάδας αναιδώς: «Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι δύο πολύτιμοι σύμμαχοι. Συμμετέχουν και συμβάλλουν στο ΝΑΤΟ με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Οι όποιες διαφορές μεταξύ τους πρέπει να επιλυθούν με διπλωματικά μέσα», είπε ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, όταν ρωτήθηκε για τις επιθετικές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου. «Έχουν διαφορές και θέλουμε να τους δούμε να τις επιλύουν με εποικοδομητικό τρόπο, μέσα από το διάλογο – έχει ξαναγίνει αυτό στο παρελθόν και αυτό αναμένουμε ότι θα ξαναγίνει», σχεδόν προανήγγειλε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συμφωνώντας με τον Στόλτενμπεργκ, εξερχόμενοι και οι δύο της ειδικής συνεδρίασης του ΝΑΤΟ για το ουκρανικό ζήτημα.
Όσο λοιπόν και αν το ήθελαν οι οπαδοί του ατλαντισμού εδώ στην Ελλάδα, κανείς από τους εταίρους δεν πρόκειται να στείλει τα αποβατικά του στις τουρκικές ακτές, στην περίπτωση που ο Ερντογάν τελικά «έρθει ένα βράδυ». Ούτε οι αμερικανικές βάσεις στα νησιά θα στραφούν εναντίον της Άγκυρας (όπως λέει ότι φοβάται ο Ερντογάν) για να την ισοπεδώσουν. Εκτός κι αν αποφασίσει να γίνει απειλητικότερη η Τουρκία για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, οπότε τα πράγματα αλλάζουν. Υπομονή, γιατί κάποιοι, όπως ο ιδρυτής και πρόεδρος του περίφημου Stratfor Τζ. Φρίντμαν («Τα επόμενα 100 χρόνια», εκδόσεις Ενάλιος), το προβλέπουν κι αυτό.
Είναι η δεύτερη φορά μετά την κρίση των Ιμίων του 1996 που η Ουάσιγκτον σπρώχνει την Αθήνα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Άγκυρα, για να δώσει το «κάτι» στην Τουρκία προς εξασφάλιση της ενότητας της Συμμαχίας και του αδιατάραχτου των συμβολαίων των μεγάλων εταιρειών που επενδύουν στην περιοχή. Αποτέλεσμα ωστόσο εκείνου του συμβιβασμού είναι η σημερινή συμπεριφορά της Άγκυρας.
Άραγε υπάρχει και σήμερα κάποιος που θα ευχαριστήσει δημοσίως τις ΗΠΑ για τη συμβολή τους… στην αποφυγή μιας συμπλοκής;