Skip to main content

Πολεμική οικονομία

Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]

Από τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 είχε να δει η Ευρώπη τόσο υψηλό πληθωρισμό. Από τον περασμένο αιώνα δηλαδή .Τα πράγματα διορθώθηκαν στον νέο αιώνα χάρη στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.

Τώρα όμως πρέπει να αναρωτηθούμε αν όντως η Ευρώπη έχει κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τα πίσω-εδώ και 40 χρόνια δηλαδή ή αν αντιμετωπίζουμε ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Άλλωστε, και ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 και του 1980, όπως ακριβώς είναι τώρα, πυροδοτήθηκε από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου μετά την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση του 1973.

Και σήμερα, αυτό που έχει εκτοξευθεί τουλάχιστον είναι η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου λόγω των περικοπών προμήθειας της Ρωσίας και και των δυτικών κυρώσεων για την εισβολή στην Ουκρανία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η πανδημία και η πράσινη συμφωνία έχουν αναστατώσει την αγορά πρώτων υλών.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αλλαγές, που επίσης καθορίζονται από περιβαλλοντικές πολιτικές, οι οποίες δεν μπορούμε να ελπίζουμε πώς θα αντιμετωπιστούν και θα επιλυθούν με τις παραδοσιακές νομισματικές πολιτικές. Η σκέψη της αντιμετώπισης του πληθωρισμού με περιοριστικές νομισματικές πολιτικές  κινδυνεύει να μην παράγει κανένα άλλο αποτέλεσμα, εκτός από αυτό της ύφεσης.

Η περασμένη εβδομάδα έκλεισε με δύο σημαντικά «ευρωπαϊκά» γεγονότα: τη συνεδρίαση στη Φρανκφούρτη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 8 Σεπτεμβρίου και την «έκτακτη» σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας στις Βρυξέλλες στις 9 Σεπτεμβρίου. Δυο συνεδριάσεις που έδειξαν ότι η ΕΕ έχει εισέλθει σε μια πολεμική οικονομία, στην οποία το φυσικό αέριο (και η ενέργεια γενικά) έχει γίνει ένα σημαντικό όπλο.

Πρώτον, η συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ ολοκληρώθηκε χωρίς μεγάλες εκπλήξεις: η αύξηση των επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης  αναμενόταν σε μεγάλο βαθμό και είχε αφομοιωθεί από τις αγορές.

Το ερώτημα είναι όμως αν η αύξηση των επιτοκίων θα συνοδεύεται από άλλα μέτρα περιορισμού της ρευστότητας σε μια εποχή που υπάρχουν όλο και πιο ξεκάθαρες ενδείξεις ύφεσης. Μιας ύφεσης που θα μπορούσε να κατακλύσει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και να προκαλέσει παρόμοια ζημιά, αν όχι μεγαλύτερη,από εκείνη του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970. Και αυτό γιατί υπάρχει άμεσος κίνδυνος η αύξηση του κόστους και οι υλικοτεχνικές δυσκολίες που προκλήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, να προστεθεί στην αντιπληθωριστική πίεση της νομισματικής πολιτικής.

Ειδικά, οι μεσογειακές χώρες θα πρέπει, για αυτά τα δύο σημεία, να λάβουν περισσότερες πληροφορίες και να θυμούνται ότι σε πρώτη φάση η ΕΚΤ υποτίμησε τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα υπονομευόταν πολύ περισσότερο εάν αποδεικνυόταν εκ των υστέρων ότι σε αυτή τη φάση υποτιμά τον κίνδυνο μιας μακροχρόνιας και βαθιάς ύφεσης με το κλείσιμο εταιρειών και την αύξηση της ανεργίας.

Δεύτερον, η συνεδρίαση των υπουργών Ενέργειας επικεντρώθηκε σε ένα πιθανό «πλαφόν» στην τιμή του φυσικού αερίου. Θα λέγαμε ότι ήταν μια «ενδιάμεση» συνάντηση. Έως τις 15 Οκτωβρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να παρουσιάσει ένα «έγγραφο στρατηγικής» που θα εξεταστεί σε μια νέα συνεδρίαση των υπουργών ενέργειας των 27 σε δύο εβδομάδες και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί  στο Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις αρχές Οκτωβρίου στην Πράγα.

Οι πληροφορίες  από τις Βρυξέλλες τονίζουν τις διαφορές μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. σε βάσιμους λόγους α) την εξάρτηση ή όχι από το ρωσικό φυσικό αέριο και β) τους προηγούμενους (και πιθανώς μελλοντικούς) δεσμούς με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Από την άλλη πλευρά, μεγάλο αγκάθι ειναι η διαφάνεια των συμβάσεων και η προγραμματισμένη διάρκεια οποιουδήποτε «πλαφόν».

Για λόγους εμπιστευτικότητας άλλωστε, οι συμβάσεις αερίου μεταξύ μεμονωμένων χωρών της Ε.Ε. και της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι ημι-απόρρητες, δηλαδή δεν κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στη Γενική Διεύθυνση Στατιστικής της (Eurostat).Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος, που θα έλεγε και ο ποιητής ….