Του Γιάννη Μυλόπολου*
[email protected]
Μια σειρά από βολικά, γι’ αυτούς που τελικά επωφελούνται, ψέματα κρύβουν συστηματικά τις άβολες αλήθειες για την κλιματική κρίση. Η δαιμονοποίηση της οποίας υπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες και συμφέροντα.
Η ανάδειξη της κλιματικής κρίσης σαν δικαιολογίας για τις φυσικές καταστροφές και η παρουσίασή της σαν άλλοθι για την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου δεν υπηρετεί ούτε την επιστημονική αλήθεια, ούτε όμως και το δημόσιο συμφέρον. Υπηρετεί, αντίθετα, τα συμφέροντα εκείνα που ανέκαθεν εποφθαλμιούν τα δημόσια αγαθά για ίδια χρήση.
Μύθος 1ος: Η κλιματική αλλαγή είναι πρωτοφανές φαινόμενο που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ άλλοτε.
Κατ’ αρχήν ο όρος «κλιματική αλλαγή» δεν εξηγεί με επιστημονική ακρίβεια ένα φαινόμενο που άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε πιο ήπια, απασχόλησε τον άνθρωπο από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στη γη.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του πλανήτη που το κλίμα μεταβάλλεται.
Αυτό που ίσως όμως να συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι αυτή η αύξηση της θερμοκρασίας που τώρα παρατηρείται, της τάξης του 1 περίπου βαθμού Κελσίου κατά τις τελευταίες δεκαετίες και που ονομάστηκε χαρακτηριστικά «υπερθέρμανση του πλανήτη», συμβαίνει κυρίως εξ αιτίας ανθρωπογενών αιτίων.
Γι’ αυτό και εξελίσσεται σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, σε σχέση με τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες εντός των οποίων εξελίχθηκαν προηγούμενες κλιματικές μεταβολές.
Μύθος 2ος: Η κλιματική κρίση είναι μια θεομηνία που προκαλεί έντονα ακραία φαινόμενα που έχουν σαν συνέπεια μεγάλης έκτασης αναπόφευκτες φυσικές καταστροφές.
Κύρια αιτία για το σημερινό φαινόμενο της κλιματικής κρίσης είναι η αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, ως αποτέλεσμα της έκρηξης της βιομηχανικής, της ενεργειακής και της μεταφορικής δραστηριότητας που στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην καύση προϊόντων του άνθρακα, (λιγνίτης, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, βενζίνη κλπ).
Μια σημαντική παρατήρηση είναι ότι η αύξηση των εκπομπών των αερίων της καύσης δεν θα ήταν τόσο επιζήμια, αν δεν συνοδεύονταν από τεράστιας έκτασης αποψίλωση των δασών, από ερημοποίηση κάποτε εύφορων εκτάσεων και από αστικοποίηση πρώην πράσινων περιοχών, που συμβάλλουν κι αυτές με τη σειρά τους σοβαρά στην επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και των συνεπειών του.
Είναι μύθος συνεπώς ότι η κλιματική κρίση που βιώνουμε είναι θεομηνία, όπως αφήνεται εντέχνως να εννοηθεί.
Πρόκειται για καθαρά ανθρωπογενές φαινόμενο που οφείλεται στην ένταση της αναπτυξιακής δραστηριότητας τις τελευταίες δεκαετίες. Ειδικά κατά τη διάρκεια της εποχής της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, από το 1990 και μετά, η κλιματική κρίση επιδεινώθηκε, καθώς οι οικονομικές δραστηριότητες εντατικοποιήθηκαν λόγω των πρωτοφανών συνθηκών οικονομικού ανταγωνισμού που το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης προκάλεσε.
Η αντιστροφή συνεπώς της σημερινής κατάστασης δεν είναι ανέφικτη. Μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την άρση των ανθρωπογενών αιτίων που την προκάλεσαν.
Και οπωσδήποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη συνέχιση της ίδιας καταστροφικής για το περιβάλλον αναπτυξιακής πορείας των τελευταίων δεκαετιών.
Γι’ αυτό και είναι μύθος που στηρίζεται σε βολικά ψέματα ότι η κλιματική κρίση και οι φυσικές καταστροφές που αυτή προκαλεί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, να εμποδιστούν ή να μετριαστούν.
Όπως είναι μύθος και η βολική αντίληψη ότι η περαιτέρω εκμετάλλευση της φύσης στην κατεύθυνση αυτού που ονομάστηκε τεχνοκρατική ανάπτυξη, μέσα από την καταπάτηση των καμένων δασικών εκτάσεων και την ακόμη μεγαλύτερη αστικοποίηση, την επέκταση δηλαδή της τσιμεντοποίησης της γης, αποτελεί φυσική συνέπεια της κλιματικής κρίσης.
Μύθος 3ος: Είναι αναπόφευκτο στο πλαίσιο της κλιματικής κρίσης τα δάση να καούν και τα οικοσυστήματα να υποβαθμιστούν.
Δεν χρειάζεται να εξηγηθεί από ποιους ξεκινά αυτή η… βολική για την περαιτέρω εκμετάλλευση της φύσης αντίληψη, ούτε βέβαια και ποιους εξυπηρετεί.
Η αναγνώριση των συνθηκών της κλιματικής κρίσης και η επίγνωση των συνεπειών που αυτές έχουν, προκαλούν την ευφυία του ανθρώπου και τον υποχρεώνουν σε δράση σε δύο διακριτές κατευθύνσεις.
Η πρώτη είναι η καταπολέμηση του φαινομένου της κλιματικής κρίσης, με την προσπάθεια δραστικής μείωσης των δραστηριοτήτων που την προκαλούν και επιδεινώνουν τις συνέπειές της.
Η στροφή σε μια «πράσινη ανάπτυξη» που δεν θα στηρίζεται στον άνθρακα, αλλά σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης της ενέργειας και η προσπάθεια αποκατάστασης και αναβίωσης των φυσικών συστημάτων που υποβαθμίστηκαν αποτελούν σημαντικές συνιστώσες αυτής της προσπάθειας.
Η οποία όμως είναι μια προσπάθεια που απαιτεί συνέργειες σε παγκόσμιο επίπεδο και γι’ αυτό και αργεί να φέρει αποτελέσματα.
Τι γίνεται λοιπόν μέχρι τότε; Συνεχίζουμε να υφιστάμεθα τις συνέπειες των φυσικών καταστροφών;
Η δεύτερη κατεύθυνση δράσης έχει ως σκοπό ακριβώς αυτό. Την επιβίωση δηλαδή του ανθρώπου, μέσω της προσαρμογής του στις νέες και καταστροφικές συνθήκες.
Στο πρότυπο αυτού που υποστήριζε ο Δαρβίνος, ότι δηλαδή δεν επιβιώνουν τα πιο δυνατά ή τα πιο έξυπνα είδη στη φύση, αλλά εκείνα που μπορούν να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες.
Με σύνθημα «η κλιματική κρίση δεν είναι δικαιολογία και άλλοθι για καταστροφή της φύσης», έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από δράσεις που στηρίζονται στην πρόβλεψη των ακραίων φαινομένων, στην πρόληψη των φυσικών καταστροφών, καθώς και στην παρεμπόδιση ή και στον μετριασμό των συνεπειών τους.
Στρατηγικός σχεδιασμός της αντιπυρικής και πυροσβεστικής δραστηριότητας, έγκαιρος καθαρισμός των δασών από την καύσιμη ύλη, διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών και δασικών δρόμων, προληπτική κατάβρεξη επικίνδυνων περιοχών, αλλά και ενίσχυση των επίγειων και εναέριων μέσων δασοπυρόσβεσης, όπως και των στελεχών του πυροσβεστικού σώματος, είναι ανάμεσα στις δράσεις προσαρμογής στις νέες και επικίνδυνες κλιματικές συνθήκες.
Όπως αντίστοιχα και για τον περιορισμό των πλημμυρικών καταστροφών που οφείλονται εν πολλοίς στην αποψίλωση των δασών, η έγκαιρη κατασκευή μικρών φραγμάτων από κορμούς δένδρων για την ανάσχεση των πλημμυρικών απορροών και ο σχεδιασμός αντιδιαβρωτικών έργων στις καμένες εκτάσεις, όπως και η διάνοιξη των ρεμάτων και των χειμάρρων και η απομάκρυνση οποιασδήποτε κατασκευής εμποδίζει την πλημμυρική απορροή, έχουν ευεργετικές συνέπειες και μειώνουν τις επιπτώσεις των πλημμυρικών φαινομένων.
Και βέβαια η δια ροπάλου απαγόρευση της δόμησης, αλλά και κάθε είδους αστικής, τουριστικής, ή ενεργειακής δραστηριότητας σε καμένα δάση θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για την επιβίωση μετά από δασικές πυρκαγιές.
Η Ελλάδα πέρσι, αντιμετωπίζοντας την κλιματική κρίση σαν νομοτέλεια και σαν θεομηνία, χωρίς να πάρει μέτρα προσαρμογής στις νέες δυσμενείς συνθήκες, υπέστη μια τεράστια οικολογική καταστροφή, που άφησε πίσω της 1,3 εκατομμύρια στρέμματα δασικής γης καμένα. Που σημαίνει 450% περισσότερες καμένες δασικές εκτάσεις σε σχέση με τον μέσο όρο των τελευταίων 13 ετών.
Μια ματιά στις καταστροφικές συνέπειες των γειτονικών μας μεσογειακών κρατών την ίδια χρονιά που, κάτω από τις ίδιες με εμάς ακραίες μετεωρολογικές συνθήκες, κατάφεραν να έχουν πολύ λιγότερες καμένες εκτάσεις ανά δασική πυρκαγιά, δίνει το μέτρο της επιτυχίας των δράσεων πρόληψης των φυσικών καταστροφών και μετριασμού των συνεπειών τους.
Είναι τερατώδες βολικό ψέμα συνεπώς η πεποίθηση ότι δήθεν είναι νομοτέλεια τα δάση να καούν και τα οικοσυστήματα να υποβαθμιστούν.
Αλήθεια 1η: Η μόνη άβολη αλήθεια που σκοπίμως αποσιωπάται είναι ότι το να αφήνουμε τα δάση να καίγονται μέχρι η φωτιά να φτάσει στη θάλασσα, με τη σκοπιμότητα να τα εκμεταλλευτούν κάποιοι στη συνέχεια, είναι ο βέβαιος δρόμος για την οικολογική και την οικονομική καταστροφή της πατρίδας μας.
Γιατί τα ξενοδοχεία που θα κτιστούν στα καμένα θα αποτύχουν επιχειρηματικά, όταν οι τουρίστες διαπιστώσουν ότι θα λείπει η αιτία που προσέλκυσε αυτές τις τουριστικές επενδύσεις.
Θα λείπει δηλαδή η μοναδική φύση, τα σπάνια οικοσυστήματα και το μοναδικό κλίμα που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Και που εμείς δεν θα έχουμε την ευκαιρία να τα κληροδοτήσουμε στους δικούς μας απογόνους, γιατί κάποια funds, στο όνομα του εύκολου και προσωρινού κέρδους, θα αφήσουν πίσω τους κυριολεκτικά καμένη γη προκειμένου να κερδοσκοπήσουν σε βάρος του φυσικού μας πλούτου.
Κι ακόμη, πόσο «πράσινη» μπορεί να θεωρηθεί μια ανάπτυξη ανεμογεννητριών, σε περιοχές όμως που κάποτε ήταν πράσινες και που πλέον θυμίζουν κρανίου τόπο; Η τεχνολογία των πλωτών ανεμογεννητριών και των θαλάσσιων αιολικών πάρκων άλλωστε, σε μια χώρα με ατέλειωτη ακτογραμμή, αποτελεί μια νέα τεχνολογική δυνατότητα στην κατεύθυνση της προσαρμογής των ΑΠΕ στις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης.
Αλήθεια 2η: Ο,τιδήποτε στηρίζεται στην καταστροφή, όπως για παράδειγμα η οικονομική εκμετάλλευση των καμένων εκτάσεων, είναι θνησιγενές και σύντομα θα στραφεί εναντίον μας.
Μια ματιά στην οικολογική και οικονομική καταστροφή της ευρύτερης περιοχής όπου βρίσκονταν η μεγάλης έκτασης λίμνη Αράλη, η οποία πρώτα ερημοποιήθηκε οικολογικά και στη συνέχεια καταστράφηκε και οικονομικά, εξ αιτίας της άντλησης του νερού για να στηριχθεί τη δεκαετία του ’60 η καλλιέργεια του ανταγωνιστικού, τότε, οικονομικά αποδοτικού και συγχρόνως και υδροβόρου βαμβακιού, δίνει τις απαντήσεις για το τι ακολουθεί όταν οι επενδύσεις είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων.
Αλήθεια 3η: Η πρόληψη των φυσικών καταστροφών και η παρεμπόδιση, ο περιορισμός ή και ο μετριασμός των ολέθριων συνεπειών τους, είναι οι μόνες δράσεις που μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας και στη συνέχιση της ζωής.
Όπως και η απαγόρευση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων στα καμένα και η προσπάθεια αποκατάστασης των φυσικών καταστροφών είναι οι μόνες δράσεις που μπορούν να συμβάλουν στην εμπέδωση της ιδέας μιας ανάπτυξης ισόρροπης, με βιώσιμο χαρακτήρα και με «πράσινα» χαρακτηριστικά.
Αγροτουρισμός, οικοτουρισμός, ήπιες αναπτυξιακές δραστηριότητες συμβατές με τη φύση και τα οικοσυστήματα, προϊόντα ποιότητας υψηλής αξίας και εν γένει μια ανάπτυξη συμβατή με τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα είναι απολύτως στο πνεύμα της «πράσινης ανάπτυξης».
Όλα τα άλλα για δάση που έτσι κι αλλιώς θα καταστραφούν και για επενδύσεις στα καμένα είναι βολικά ψέματα που όλο και συχνότερα ακούγονται και μάλιστα όχι τυχαία, προκειμένου να μην ακούγονται οι άβολες αλήθειες για την προσαρμογή μας στις νέες δυσμενείς συνθήκες.
Που είναι όμως η μοναδική ευκαιρία για επιβίωση σε μια χώρα που στενάζει κάτω από το βάρος όχι της κλιματικής κρίσης, αλλά της αντίληψης για μια ανάπτυξη που δεν μπορεί να την αντέξει…
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης