Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Εν μέσω του πολιτικού χάους στην Ιταλία, της αναταραχής στις ευρωπαϊκές αγορές, την επαναλειτουργία «σταγόνα-σταγόνα» του Nord Stream 1, συνεδριάζει σήμερα το ΔΣ της ΕΚΤ.
Μια συνεδρίαση αναμφίβολα πολύ σημαντική: Από δύο πλευρές.
Η πρώτη αφορά την έκταση της αύξησης των επιτοκίων που έχει ήδη ανακοινωθεί τους τελευταίους μήνες, η οποία θα μπορούσε να είναι 0,5% αντί 0,25%, προκειμένου να αναχαιτιστεί ο πληθωρισμός και να αποφευχθεί η υπερθέρμανση της οικονομίας. Και παρεμπιπτόντως να σεβαστεί την εντολή της που είναι να εγγυηθεί τη σταθερότητα των τιμών.
Άπό την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ για να αποτρέψει τον κατακερματισμό της ευρωζώνης, θα παρουσιάσει σήμερα ένα νέο χρηματοπιστωτικό εργαλείο-με άλλα λόγια, έναν τρόπο για να βοηθήσει τις υπερχρεωμένες χώρες που κινδυνεύουν από ενδεχόμενη χρεοκοπία.
Οι περισσότερες από τις κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν εδώ και καιρό αντιδράσει στο παγκόσμιο φαινόμενο του υψηλού, αυξάνοντας τα επιτόκια. Σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, 75 κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν ήδη αυξήσει τα βασικά τους επιτόκια από τον Ιούλιο του 2021 – σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ επιθετικά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Fed, την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.
Η Κριστίν Λαγκάρντ έχει απορρίψει επανειλημμένα την κριτική για τις πολιτικές της ΕΚΤ. Τονίζει ότι η κατάσταση στη Βόρεια Αμερική και στη ζώνη του ευρώ είναι εντελώς διαφορετική: Η δομή του πληθωρισμού στις δύο περιοχές είναι στην πραγματικότητα διαφορετικής φύσης. Στην Ευρώπη, τροφοδοτείται κυρίως από τον πόλεμο, ο οποίος καθιστά την ενέργεια και τις πρώτες ύλες,πολύ ακριβότερες. Στις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός δημιουργήθηκε από μια υπερθέρμανση της οικονομίας, αλλά η χώρα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι είναι αυτάρκης σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε μεγάλο βαθμό και, σε αντίθεση με μεγάλα μέρη της Ευρώπης, δεν εξαρτάται από τις προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου.
Η ΕΚΤ όμως, αυξάνοντας όμως τα επιτόκια της αποδυναμώνει τις χώρες των οποίων το χρέος είναι υψηλό, όπως η Ιταλία. Οσο περισσότερο αυξάνονται τα επιτόκια, τόσο περισσότερο αυξάνεται η επιβάρυνση του χρέους για τις χώρες αυτές και τόσο περισσότερο καθίσταται προβληματική η ικανότητά τους να αποπληρώσουν αυτό το χρέος. Ειδικά όταν η ανάπτυξη εξαντλείται, όπως είναι τώρα και βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ύφεσης. Και στην Ιταλία- την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, για παράδειγμα, μια τέτοια εξέλιξη μόνο την ακροδεξιά και τους ευρωσκεπτικιστές, ενισχύει.
Στη σημερινή συνεδρίαση της ΕΚΤ ωστόσο, οι Γερμανοί και άλλες «φειδωλές» χώρες του Βορρά, θα πιέσουν όμως για μια σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων, τουλάχιστον κατά 0,5%.Αυτές οι φωνές θα ακουστούν σήμερα πολύ δυνατά στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν θα συμβεί αυτό: αφενός, επειδή οι νομισματικοί φύλακες του ευρώ , έχουν ήδη λάβει από τη σύνοδο του Άμστερνταμ απόφαση για 0,25% αύξηση.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η ΕΚΤ δύσκολα θα μπορούσε να είχε επιλέξει χειρότερη χρονική στιγμή για την αλλαγή των επιτοκίων. «Το βήμα αυτό γίνεται ι στην πραγματικότητα τη λάθος στιγμή», γράφουν οι οικονομολόγοι της MMWarburg. Επειδή συνδυάζεται με τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας και την επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει την οικονομία της ευρωζώνης σε σοβαρή ύφεση. Σε μια τέτοια κατάσταση, οι αυξήσεις των επιτοκίων είναι συνήθως δηλητήριο: συνεχίζουν να πνίγουν την αδύναμη οικονομία επειδή καθιστούν τις επενδύσεις ακριβότερες για τις εταιρείες και εξασθενούν την ιδιωτική κατανάλωση.
Με απλά λόγια: Η ΕΚΤ πρέπει να επιλέξει σήμερα μεταξύ της χρεοκοπίας της Ιταλίας ή της αναταραχής στη γερμανική οικονομία. Αλλά αυτό που διακυβεύεται αυτή τη στιγμή είναι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι εάν η Ευρώπη είναι πράγματι ένα πολιτικό σχέδιο, και όχι απλώς μια νομισματική ένωση, τότε τα 27 κράτη μέλη δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δείξουν περισσότερη αλληλεγγύη για την οικοδόμηση ενός πραγματικού διακρατικού ευρωπαϊκού οράματος.
Η κρίση του Covid έθεσε τα πρώτα ορόσημα, με τη συγκέντρωση μέρους των χρεών των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά αυτή η νέα κρίση πρέπει να πείσει όλους μας ότι πρέπει να πάμε πολύ παραπέρα.