Από την έντυπη έκδοση
Του Πλάτωνα Τσούλου
[email protected]
Θετικά υποδεχόμαστε τις προβλέψεις του ΥΠΟΙΚ, όπως και ξένων οίκων και τραπεζών, για αύξηση του φετινού ΑΕΠ υψηλότερη του αρχικώς αναμενόμενου, όπως θετικά υποδεχόμαστε και το γεγονός ότι η οικονομία αντέχει στις πιέσεις από τη γεωπολιτική κρίση και το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στις διεθνείς αγορές.
Ωστόσο, το ΑΕΠ θυμίζει νόμισμα με δύο όψεις.
Ενισχύεται, αλλά με τις… πλάτες του πληθωρισμού, που κινείται σε επίπεδα υψηλότερα του μέσου ευρωπαϊκού.
Ενισχύεται, αλλά με το εμπορικό έλλειμμα στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαΐου να αυξάνεται στο σύνολο κατά 6,44 δισ. ευρώ ή 77,9%, στα -14,70 δισ. ευρώ και, αντίστοιχα, χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 3,85 δισ. ευρώ ή -55,7%, στα -10,76 δισ. ευρώ.
Ενισχύεται, αλλά με τις εξαγωγές στο διάστημα ΙανουαρίουΜαΐου να αυξάνονται συνολικά κατά 34,9% στα 20,53 δισ. ευρώ και χωρίς τα πετρελαιοειδή κατά 23,8% στα 14 δισ. ευρώ, όταν ο Γενικός Δείκτης Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία κατά τον μήνα Μάιο παρουσίασε σε ετήσια βάση αύξηση 43% και ο μέσος Γενικός Δείκτης του δωδεκαμήνου Ιουνίου 2021 – Μαΐου 2022 άνοδο 28,7%, σε σύγκριση με τον μέσο Γενικό Δείκτη του δωδεκαμήνου Ιουνίου 2020 – Μαΐου 2021. Προφανώς και η εξέλιξη των εξαγωγών σε όγκους οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα από την εξέλιξη σε αξίες.
Η… δυσαρμονία των ανωτέρω μετρήσεων αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και όχι, τόσο, σε συγκυριακούς λόγους, οι οποίοι «απλώς» επιτείνουν τις αδυναμίες του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Ενός μοντέλου, το οποίο διαπερνά τρεις σε σειρά κρίσεις (χρέος, πανδημία, ακρίβεια) και συνεχίζει να παρουσιάζει τις ίδιες στρεβλότητες.