Του Κωνσταντίνου Βαλσαμάκη,
ΜΒΑ, MSc, Απόφοιτου Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης, ανεξάρτητου συνεργάτη Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Ίσως είναι η πρώτη φορά, μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, που η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει αυτό που πολύ εύστοχα περιγράφεται ως η «τέλεια καταιγίδα». Έπειτα από περίπου δύο χρόνια συνεχούς μάχης του πλανήτη με τον Covid-19, που εκτός των προφανών υγειονομικών συνεπειών είχε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα και την οικονομική επιβράδυνση, και ενώ η εφοδιαστική αλυσίδα αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει προβλήματα τόσο λόγω της απότομα αυξημένης ζήτησης όσο και των διαταραχών της κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία, ο πόλεμος στην Ουκρανία με τις πολλές και διαφορετικές προεκτάσεις του (ενέργεια, επισιτιστικό, προσφυγικό) μοιάζει να έδωσε ένα ακόμα «χτύπημα» στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.
Οι επιπτώσεις αυτής της τέλειας καταιγίδας είναι σήμερα ορατές, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στο ύψος του πληθωρισμού, στη συνεχή δηλαδή άνοδο των τιμών, που εντείνεται από την ενεργειακή κρίση και την αύξηση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου.
Η Eurostat ανακοίνωσε ότι ο πληθωρισμός τον Ιούνιο του 2022 αναμένεται, κατά μέσο όρο, να αγγίξει sτις χώρες του ευρώ το 8,6%, σε σχέση με το 8,1% του Μαΐου, ενώ στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός καταγράφηκε τον περασμένο Μάιο, για πρώτη φορά από το 1981, στο 8,6%.
Στην Ελλάδα, για πρώτη φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ο πληθωρισμός τον Μάιο έφτασε στο 11,3%, ενώ νέα σημαντική αύξηση του πληθωρισμού αναμένεται στα επίσημα αποτελέσματα της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούνιο, σε συνέχεια και των ανακοινώσεων της Eurostat, που εκτιμούν τον πληθωρισμό στην Ελλάδα στο 12%.
Τα αίτια του πληθωρισμού σήμερα
Αρχικά πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι ο πληθωρισμός που σήμερα αντιμετωπίζουμε, είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, αποτέλεσμα της μεγάλης διασύνδεσης των οικονομιών. Κατά κύριο λόγο, ο πληθωρισμός προέρχεται από την απότομη αύξηση της ζήτησης μετά τη χαλάρωση των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας του Covid-19, σε μια συγκυρία που ήδη οι εφοδιαστικές αλυσίδες είχαν διαταραχθεί από τις περιοριστικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ωστόσο, στη συνέχεια προέκυψε και ένας δεύτερος εξίσου σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης του πληθωρισμού, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ευρύτερες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνέπειές του.
Η πανδημία και η «ζήτηση σε αναμονή»
Οι κυβερνήσεις επένδυσαν σε δύο βασικές λύσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας, α) στο εμβόλιο και β) στον εγκλεισμό των πολιτών ώστε να μην μεταδίδεται η ασθένεια με ρυθμό που θα την καθιστούσε εκτός ελέγχου με κίνδυνο να καταρρεύσουν οι δομές υγείας. Η χρήση του εμβολίου, εκτός των άλλων, είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες για τις φαρμακευτικές εταιρείες που σημείωσαν μεγάλα αλλά και αμφιλεγόμενα κέρδη. O εγκλεισμός από την άλλη πλευρά (τα lockdown) και ο φόβος που αναπόφευκτα δημιουργήθηκε για το άγνωστο που ο πλανήτης αντιμετώπιζε, μείωσαν σημαντικά τη ζήτηση και γενικά την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μια αύξηση στις αποταμιεύσεις των πολιτών των ανεπτυγμένων κρατών, αφού λόγω των εκτεταμένων lockdown και των αρνητικών προσδοκιών, οι φοβισμένοι πολίτες δεν κατανάλωναν. Επομένως, υπήρχε ανικανοποίητη ζήτηση (ή καλύτερα «ζήτηση σε αναμονή») αλλά και διαθέσιμα χρήματα, ένας συνδυασμός που σχεδόν σίγουρα θα δημιουργούσε πληθωριστικές τάσεις, όπως και έγινε.
Καθώς οι χώρες σταδιακά καταργούσαν τα lockdown από το καλοκαίρι του 2021, καθώς οι επιχειρήσεις επανεκκινούσαν τις παραγωγικές τους δραστηριότητές, τα καταστήματα λιανικής άνοιγαν εκ νέου προς το κοινό και οι άνθρωποι επέστρεφαν στις αγορές έπειτα από μήνες οικονομικής αδράνειας και φόβου, ικανοποιώντας αυτή τη «ζήτηση σε αναμονή», η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα απέτυχε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Σύντομα παρουσιάστηκαν ελλείψεις σε πολλά αγαθά (το παράδειγμα της έλλειψης μικροεπεξεργαστών είναι το πλέον χαρακτηριστικό και επηρεάζει την παραγωγή πλήθους άλλων προϊόντων), οι παραδόσεις αγαθών συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να καθυστερούν, τα πλοία βρίσκονται σε αναμονή εκφόρτωσης στα λιμάνια του κόσμου για μέρες ή και εβδομάδες, οι μεταφορές με τραίνα που υπό φυσιολογικές συνθήκες διέρχονταν από το ρωσικό έδαφος τώρα λόγω των διεθνών κυρώσεων γίνονται μόνο με πλοία, ενώ και διάφορα γεγονότα όπως η έλλειψη οδηγών φορτηγών που παρατηρήθηκε στη Βόρεια Αμερική και ατυχήματα όπως αυτό στη διώρυγα του Σουέζ επιβάρυναν την κατάσταση. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι η άνοδος των τιμών.
Πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας
Σαν να μην έφτανε η απότομη άνοδος της ζήτησης, το Φεβρουάριο του 2022 η «τέλεια καταιγίδα» ολοκληρώθηκε με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο. Η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία και η παγκόσμια οικονομία, αν και ήταν εμφανές ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, πιάστηκε απροετοίμαστη. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι οι πόλεμοι, όσο δραματικοί και ανθρωποκτόνοι και αν είναι στο σύνολό τους, δεν είναι όλοι το ίδιο σημαντικοί από οικονομικής άποψης. Μια περιφερειακή σύγκρουση δύο κρατών με μικρό αποτύπωμα στην παγκόσμια οικονομία, δεν θα δημιουργήσει σημαντικές αναταράξεις στο οικονομικό σύστημα. Αντίθετα αν δύο χώρες που είναι σημαντικοί «παίκτες» στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπως είναι η Ρωσία και η Ουκρανία, συγκρουστούν τότε οι συνέπειες είναι σημαντικές για όλους. Καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται, γίνονται όλο και πιο εμφανείς οι ελλείψεις σε γεωργικά προϊόντα που θα παρουσιαστούν στις αγορές όλου του κόσμου, ελλείψεις που θα γίνουν ακόμα πιο εμφανείς μετά το καλοκαίρι, όταν κανονικά θα γίνει ο θερισμός των σιτηρών στην Ουκρανία. Σύμφωνα με ανακοινώσεις των Ουκρανών, η σοδειά φέτος θα είναι περίπου η μισή εξ ’αιτίας της ρωσικής εισβολής, ενώ μεταξύ άλλων υπάρχει και τεράστιο πρόβλημα αποθήκευσής της, αφού πολλές είναι οι ουκρανικές σιταποθήκες που καταστράφηκαν στον πόλεμο. Τα χειρότερα είναι μπροστά μας καθώς, δεδομένου ότι Ουκρανία και Ρωσία είναι οι «σιτοβολώνες» της Ευρώπης και όχι μόνο, αναμένεται οι τιμές των σιτηρών να αυξηθούν δραματικά ενώ οι ελλείψεις θα είναι μάλλον κάτι σύνηθες.
Καύσιμα
Η «τέλεια καταιγίδα» του πληθωρισμού έρχεται να ολοκληρωθεί με τις τιμές των ορυκτών καυσίμων οι οποίες έχουν εκτοξευθεί, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σχεδόν παντού. Η αιτία είναι κατά κύριο λόγο η επιστροφή στην προ πανδημίας κανονικότητα και η αδυναμία του συστήματος να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις νέες συνθήκες. Η αύξηση των μετακινήσεων των πολιτών έπειτα από δύο σχεδόν χρόνια εγκλεισμού παράλληλα με την αύξηση της ζήτησης, που σήμαινε ότι ξαφνικά περισσότερα προϊόντα έπρεπε να μεταφερθούν σε επιχειρήσεις και στους καταναλωτές, οδήγησαν στην αύξηση της ζήτησης για καύσιμα και επομένως στην αύξηση της ζήτησης για αργό πετρέλαιο (και φυσικό αέριο). Αυτή την αύξηση στη ζήτηση του αργού πετρελαίου, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες επιλέγουν να μην την καλύψουν μέχρι σήμερα, σκεπτόμενες ότι μια αύξηση στην παραγωγή αργού πετρελαίου σημαίνει μεγαλύτερο κόστος εξόρυξης που πιθανότατα δεν θα καλύψουν, αφού οι τιμές του αργού πετρελαίου αναπόφευκτα θα έπεφταν αν αυτές αύξαναν την παραγωγή (μόλις πρόσφατα μάλιστα, οι ΗΠΑ απελευθέρωσαν μέρος των στρατηγικών τους αποθεμάτων ως έκτακτο κυβερνητικό μέτρο αντιμετώπισης της ακρίβειας των καυσίμων). Επίσης, η μεταφορά επενδυτικών πόρων προς επενδύσεις με περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα (ESG Investment) και κατά συνέπεια μακριά από την πετρελαιοπαραγωγή, σίγουρα παίζει κάποιο ρόλο. Η ελεύθερη αγορά τελικά δεν αυτορυθμίζεται.
Οπωσδήποτε όμως, ο πόλεμος στην Ουκρανία έπαιξε και αυτός έναν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της τιμής των καυσίμων. Οι οικονομικές κυρώσεις που η Δύση επέβαλε στη Ρωσία, δυσκόλεψαν έως και κατέστησαν απαγορευτικές τις συναλλαγές μεταξύ Ρωσίας και δυτικών τραπεζών και μάλιστα φαίνεται πως δυσκόλεψαν περισσότερο τις ίδιες τις δυτικές χώρες. Παράλληλα, το ρωσικό πετρέλαιο αντιπροσωπεύει περίπου το 11% της παγκόσμιας προσφοράς και οι χώρες της Δύσης έχουν επιβάλει περιορισμούς στην εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου κάτι που μειώνει τη συνολική διαθέσιμη προσφορά αργού πετρελαίου, ενώ από το έδαφος της Ουκρανίας διέρχονται πολλοί αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου (πολλοί εξ ’αυτών ρωσικών συμφερόντων) με την Ουκρανία να κλείνει κάποιους από αυτούς για λόγους ασφάλειας.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες, συνδυαστικά, δημιουργούν πολλαπλασιαστικές πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία, κάτι που σήμερα μεταφράζεται σε υψηλό πληθωρισμό. Αν όμως αυτή η κατάσταση συνεχιστεί στο ίδιο πλαίσιο και δεν αποκλιμακωθεί σύντομα, τότε πιθανότατα θα περάσουμε σε μια νέα εποχή οικονομικής ύφεσης με ό,τι αυτό θα σημαίνει τόσο για τις πιο αδύναμες, οικονομικά, χώρες όσο και για τις ανισότητες εντός των κρατών διεθνώς. Η τέλεια καταιγίδα θα έχει ολοκληρωθεί.
Τα επιτόκια και η ανεργία, ο φόβος του στασιμοπληθωρισμού
Παραδοσιακά, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό με τη ρύθμιση της προσφοράς χρήματος, καθώς όσο περισσότερο χρήμα κυκλοφορεί στην αγορά τόσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση από τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές και κατά συνέπεια δημιουργούνται πληθωριστικές πιέσεις. Συνεπώς μια μείωση στη διαθέσιμη ποσότητα του χρήματος οδηγεί στη μείωση της ζήτησης και επομένως στον αποπληθωρισμό και την εξομάλυνση των τιμών.
Το εργαλείο για να επιτευχθεί η μείωση της προσφοράς του χρήματος είναι το επιτόκιο. Με απλά λόγια, υψηλά επιτόκια σημαίνει ακριβότερο χρήμα, λιγότερη ζήτηση για χρήμα, άρα και μικρότερη ζήτηση για δάνεια και επομένως μείωση της συνολικής ζήτησης που είναι και το ζητούμενο για τη μείωση του πληθωρισμού. Ταυτόχρονα, υψηλά επιτόκια σημαίνουν υψηλότερες αποδόσεις, συνεπώς μεγαλύτερο όφελος για τους επενδυτές να αγοράσουν ομόλογα και να μην επενδύσουν στην παραγωγική οικονομία.
Το πρόβλημα με την αύξηση των επιτοκίων είναι ότι μπορεί να αποδειχθεί επιζήμια για την ανάπτυξη της οικονομίας, αν γίνει επί μακρόν και χωρίς σχεδιασμό. Όταν το χρήμα ακριβαίνει, τότε ο δανεισμός από το τραπεζικό σύστημα (που είναι μοχλός και εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης) γίνεται δυσκολότερος και ακριβότερος και επομένως μειώνονται οι επενδύσεις. Μείωση των επενδύσεων σημαίνει ύφεση και ανεργία. Δηλαδή οι Κεντρικές Τράπεζες εκκινώντας από την προσπάθεια για συγκράτηση του πληθωρισμού μπορεί να δημιουργήσουν ένα νέο πρόβλημα, την ανεργία. Για το λόγο αυτό οι κεντρικές τράπεζες όπως η ΕΚΤ στην Ευρωζώνη και η Federal Reserve Bank των ΗΠΑ, στοχεύουν στη διατήρηση αυτού που λέγεται «φυσικό επιτόκιο», τη διατήρηση δηλαδή του επιτοκίου σε ένα επίπεδο τέτοιο που θα επιτρέπει τον δανεισμό αλλά ταυτόχρονα δεν θα αποτελεί και πληθωριστικό κίνδυνο, με άλλα λόγια μια πολύ δύσκολη εξίσωση.
Στο παραπάνω πλαίσιο η ΕΚΤ, αποφάσισε την αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο αλλά και προανήγγειλε μια δεύτερη αύξηση τον Σεπτέμβριο αναλόγως του ύψους του πληθωρισμού, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη. Νωρίτερα και η Federal Reserve Bank είχε προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων κατά 0,75%, τα οποία πλέον διαμορφώνονται από 1,5% έως 1,75%. Το χρήμα ακριβαίνει και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Αυτές οι αυξήσεις των επιτοκίων μοιραία θα οδηγήσουν σε αύξηση π.χ. των δόσεων των στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, σε αύξηση του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων ενώ ακόμα και το κόστος δανεισμού για τη χώρα μας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να αυξηθεί. Σε πρώτη φάση, στο 0,6% από το αρχικό 0,35%. Είναι προφανές ότι νοικοκυριά και μικρομεσαίοι είναι οι πρώτοι θα πληγούν. Μεσοπρόθεσμη επίπτωση θα υπάρξει και στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας μας, αλλά και όλων των χωρών του κόσμου, αφού οι μελλοντικές έξοδοι στις χρηματοοικονομικές αγορές θα γίνουν με υψηλότερα επιτόκια και επομένως με υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα επόμενα χρόνια, ανατροφοδοτώντας έτσι την απειλή μιας νέας κρίση χρέους.
Γενικότερα, οι μεσοπρόθεσμες συνέπειες μιας αύξησης των επιτοκίων αναμένεται να είναι επιβαρυντικές και πιθανότατα μπορούν να οδηγήσουν σε νέα ύφεση την παγκόσμια οικονομία, σε συνδυασμό μάλιστα (και αυτό είναι απολύτως ειρωνικό) με τον πληθωρισμό τον οποίο προσπαθούν να καταπολεμήσουν. Έτσι, ένα «νέο παλιό» πρόβλημα για την παγκόσμια οικονομία αναδύεται και λέγεται στασιμοπληθωρισμός. Στασιμοπληθωρισμός είναι η συνθήκη εκείνη που χαρακτηρίζεται από αργή ή ακόμα και μηδενική ανάπτυξη, συνδυαστικά με την αύξηση του πληθωρισμού και υψηλή ανεργία και πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 70’. Η Παγκόσμια Τράπεζα στις αναθεωρημένες προβλέψεις του Ιουνίου, προειδοποίησε για πολυετή υψηλό πληθωρισμό και μικρή ανάπτυξη της τάξης του 2,9%, σε σχέση με το 5,7% του 2021. Μια κατάσταση που, σε συνδυασμό με τις αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, τις αυξημένες τιμές του αργού πετρελαίου και τον πόλεμο στην Ουκρανία, θυμίζει την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970, αν και η ανεργία, μέχρι στιγμής, δεν κινείται παντού στα υψηλά επίπεδα εκείνης της εποχής.
Αντί επιλόγου
Αναλυτές της JP Morgan, τοποθετούν μια νέα κρίση και ύφεση προς τα τέλη του 2022 ή τις αρχές του 2023, την περίοδο που όπως αναφέρθηκε πιο πάνω αναμένεται η επισιτιστική κρίση να είναι ιδιαίτερα έντονη. Καθώς οι ισχυρότερες χώρες του κόσμου (G7, EE, ΗΠΑ) έχουν εστιάσει στην άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία και την επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία, φαίνεται να μην δίνουν την απαιτούμενη προσοχή στην οικονομική ισορροπία, επενδύοντας πολύ, και σχεδόν αποκλειστικά, στον έλεγχο του επιτοκίου. Ήδη στις ΗΠΑ οι εταιρείες τεχνολογίας όπως η Netflix, η Peloton, η PayPal, η Tesla και πολλές άλλες, φοβούμενες την επικείμενη ύφεση, έχουν ξεκινήσει απολύσεις, κάτι που σταδιακά θα περάσει και σε άλλους κλάδους, λειτουργώντας με το γνωστό τρόπο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Ο στασιμοπληθωρισμός δεν είναι ένα απίθανο ενδεχόμενο.
Ο φόβος του στασιμοπληθωρισμού δημιουργεί καινούριες αμφιβολίες στην παγκόσμια οικονομία, προετοιμάζει την κοινωνία για νέες μορφές αντίστασης και διεκδίκησης και φέρνει τις κυβερνήσεις μπροστά στο δίλημμα μιας διατήρησης των τωρινών πολιτικών στο πλαίσιο των οποίων, όμως, ο πληθωρισμός δείχνει ικανός να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, ή της υιοθέτησης αντιπληθωριστικών πολιτικών που όμως θα έχουν κοινωνικό κόστος αφού αναπόφευκτα θα οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάπτυξης ή και ύφεση με αύξηση της ανεργίας. Η λύση σε αυτά τα διλλήματα οφείλει να είναι πάντα ο άνθρωπος, οι κοινωνίες και οι ανάγκες τους.
Οι κυβερνήσεις χρειάζεται να σκεφτούν όχι στείρα οικονομικά αλλά με επίκεντρο την κοινωνία, τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και τα νοικοκυριά, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των περισσότερων οικονομιών του κόσμου. Το δικαίωμα στην εργασία και η στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας (που δίνει εργασία στο μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας) πρέπει να στηριχθούν πάση θυσία, αφού μόνο αν η κοινωνία εργάζεται μπορεί να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού, ενώ η επιλεκτική στήριξη αποκλειστικά του κεφαλαίου ελπίζοντας στην ενεργοποίηση του “trickle-down effect” έχει αποδειχτεί ότι δεν λειτουργεί. Παράλληλα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, οι κεϋνσιανές πολιτικές δεν είναι απλή παροχή επιδομάτων, αλλά απαιτούν και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος με τη μορφή πολιτικών πρόνοιας, υγείας κλπ. Αντίθετα, η επένδυση σε περιοριστικές πολιτικές είναι καύσιμο στην μηχανή των υφέσεων και της φτωχοποίησης, κάτι που ειδικά στη χώρα μας αποδείχθηκε όλη την προηγούμενη δεκαετία.
Πιο πολύ από ποτέ σήμερα, η παγκόσμια οικονομία βλέπει τις χώρες να συσσωρεύουν χρέος που οι πολίτες τους καλούνται να αποπληρώσουν. Ταυτόχρονα, οι ακραίες ανισότητες, σύμφωνα με την Oxfam, συνεχίζουν να αυξάνονται. Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας και είναι προφανές ότι όταν μια καινούρια κρίση εμφανιστεί και πάλι, θα είναι αυτοί που περισσότερο από όλους θα πληγούν. Αν και κάποιος θα έλεγε, παραφράζοντας τον Καρλ Μαρξ, ότι ο φτωχός δεν έχει τίποτα να χάσει παρά μόνο τη φτώχεια του.