Από την έντυπη έκδοση
Του Πλάτωνα Τσούλου
[email protected]
Οι υποχρεώσεις δυστυχώς ποτέ δεν τελειώνουν. Είτε πρόκειται για ιδιώτες, είτε για επιχειρηματίες, είτε, πολύ περισσότερο, για το Δημόσιο, συνήθως τρέχουν ασταμάτητα και είναι δυσβάστακτες.
Όταν, μάλιστα, μιλάμε για το Δημόσιο, οι έκτακτες υποχρεώσεις είναι αυτές που δημιουργούν και τα περισσότερα προβλήματα. Κατά τα τελευταία δύο – τρία έτη, για παράδειγμα, εκτάκτως το Δημόσιο κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, που λίγο πολύ κόστισαν περί τα 42 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 8,3 δισ. ευρώ δόθηκαν ως επιστρεπτέες προκαταβολές.
Εν συνεχεία ξέσπασε η γεωπολιτική κρίση, για την οποία η κυβέρνηση υπολογίζει έναν πρώτο έκτακτο λογαριασμό ενισχύσεων περί τα 8,4 δισ. ευρώ, ενώ νωρίτερα (Οκτώβριο 2020) κλήθηκε να επιστρέψει αναδρομικά αδίκως επιβληθείσες περικοπές κύριων συντάξεων ύψους 1,4 δισ. ευρώ (άτοκα και φορολογημένα).
Σήμερα, η κυβέρνηση καλείται να καταβάλει άλλα 2,5 δισ. ευρώ, επίσης αναδρομικά, για περικοπές σε επικουρικές συντάξεις και σε Δώρα κύριων και επικουρικών συντάξεων περιόδου Ιούνιου 2015 – Μαΐου 2016.
Προφανώς και τα αποθέματα δυνάμεων του δημόσιου ταμείου δεν είναι αστείρευτα. Η… αναδιανομή των διογκωμένων φορολογικών εσόδων -λόγω υπερπληθωρισμού- στους μη έχοντες πιθανώς να μην αφήνει πολλά περιθώρια ρευστότητας προς επιστροφή των 2,5 δισ. ευρώ στους συνταξιούχους.
Στο μεταξύ, όμως, έχουν διαχυθεί στην κοινωνία και την αγορά συνολικές ενισχύσεις άνω των 50 δισ. ευρώ και ρωτάμε: πόσο ορθολογική αξιολογείται η διαχείριση των εν λόγω κονδυλίων, όταν πολλά εξ αυτών δόθηκαν άνευ κριτηρίων κι άλλα -αν και επιστρεπτέα- δεν επιστρέφονται;