Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ξεκίνησε από το G7 και το άπλωσε μετά, ο πρίγκιπας της ανεμελιάς. «Σακάκια κρατάμε ή βγάζουμε; Να γδυθούμε; Όλοι πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε πιο σκληροί από τον Πούτιν. Πρέπει να δείξουμε τους θωρακικούς μυς μας». Τι έδειξε ο Μπόρις, που έλαβε κλασική παιδεία και συνομίλησε με του Πλάτωνα τα μεγαλεία; Τη σημασία του να είναι κανείς εκκεντρικός ή τη συμβολή του βρετανικού χιούμορ στην πολιτική επικοινωνία.
Συνέχισε σε γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο, καυτηριάζοντας την πουτινική «τοξική αρρενωπότητα και αναισθησία», κάνοντας μία υπόθεση εργασίας. «Αν ο Πούτιν ήταν γυναίκα, δεν νομίζω ότι θα είχε ξεκινήσει έναν τόσο τρελό, φαλλοκρατικό πόλεμο». Αν ήταν, όμως, μία αδίστακτη κυρία στην επιδίωξη της κυριαρχίας, όσο και οποιοσδήποτε άνδρας; Αν ήταν σαν εκείνη την κυρία που έφερε σε αμηχανία τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων του Κλίντον, ρωτώντας τον «Ποιο είναι το νόημα να έχουμε αυτόν τον υπέροχο στρατό, αν δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε»; Αν ήταν σαν την ίδια κυρία, που σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1996 στην εκπομπή «60 Minutes» φάνηκε να υπονοεί ότι οι θάνατοι παιδιών ήταν απλώς ένα κόστος, που πρέπει να επωμιστεί μία αυτοκρατορία;
Υποθέσεις και ψυχαναλυτικές θέσεις. Αν ήταν τόσο απλά του κόσμου τα στραβά, δεν θα ’χε μείνει ντιβάνι για ντιβάνι. Στου Φρόιντ το λιμάνι θα κατέφευγε κάθε τζιμάνι και οι φουσκωμένοι διάνοι θα προσγειώνονταν μάνι μάνι.
Το θέμα είναι ότι το αληθές παραμένει δυσθήρατο. Το θέμα είναι ότι το ερώτημα του Αϊνστάιν στον Φρόιντ «Γιατί πόλεμος;» στον αέρα χρόνους πολλούς μένει. Τα έμφυτα ένστικτα μίσους και καταστροφής του ανθρώπου, εφόσον προκληθεί, αλλά και ο φόβος θανάτου, είναι μάλλον εξήγηση λειψή.
«Η καλύτερη περίπτωση θα ήταν να πρυτανεύσει η λογική για το καλό όλων, αλλά αυτό θα ήταν ουτοπία». Ας στείλουμε, τότε, το μονίμως καταπιεσμένο μέλλον για ψυχοθεραπεία…