Του Γιώργου Χουρδάκη
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα, ετήσια χρηματοδότηση ύψους 1 δις ευρώ για το νεοσύστατο Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας και ανακοίνωσε την ανάπτυξη ενός νέου προγράμματος ύψους 2 δις ευρώ, με στόχο να καταστεί η Ευρώπη κόμβος αμυντικής καινοτομίας. Το πολυετές δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021–2027 διαθέτει για τους τομείς της Ασφάλειας και της Άμυνας ένα συνολικό προϋπολογισμό 44 δις ευρώ, ποσό αυξημένο κατά 123% σε σύγκριση με την προηγούμενη προγραμματική περίοδο. Για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, η επιμέρους αύξηση είναι 1.256% και ο τελικός προϋπολογισμός του φτάνει τα 8 δις ευρώ. Τα χρήματα αυτά, για πρώτη φορά, θα χρησιμοποιηθούν για την έρευνα και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας, κάτι που μέχρι τώρα απαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από την Ε.Ε. Η «εξωτερική» στρατιωτικοποίηση της Ε.Ε. είναι αντανάκλαση της «εσωτερικής» στρατιωτικοποίησης, καθώς το χρηματοδοτικό πλαίσιο συμπληρώνεται από μια σειρά Ταμείων και χρηματοδοτικών εργαλείων που αφορούν την εσωτερική ασφάλεια και την επιτήρηση των συνόρων για την δημιουργία μίας «Ευρώπης – φρούριο».
Ταυτόχρονα το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο της ατζέντας ΝΑΤΟ 2030 καλεί τα μέλη της συμμαχίας για περαιτέρω αύξηση των στρατιωτικών τους δαπανών. Έως σήμερα, έξι ευρωπαϊκά μέλη έχουν δεσμευτεί για αυξήσεις ύψους 133 δις δολαρίων. Στο πλαίσιο αυτό έχει ανακοινωθεί η έναρξη του προγράμματος «Επιταχυντής Αμυντικής Καινοτομίας», το οποίο επικουρείται από το Ταμείο Καινοτομίας του ΝΑΤΟ με αρχικό κεφάλαιο 1 δις δολάρια για την αντιμετώπιση νέων προκλήσεων στην άμυνα και την ασφάλεια. Στη χρηματοδότηση του συμμετέχουν ήδη 21 µέλη της συμμαχίας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Φαίνεται ότι στα μεθεόρτια της πιο σοβαρής οικονομικής κρίσης που γνώρισε η Ευρώπη και ενώ μαίνεται μια διπλή – υγειονομική και περιβαλλοντική – κρίση, ο δυτικός κόσμος αποφάσισε να αναδιανείμει πολύτιμους πόρους σε μια πρωτοφανή στρατιωτική προετοιμασία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σίγουρα επιτάχυνε τις εξελίξεις αλλά ο σχεδιασμός αυτός είχε ξεκινήσει καιρό πριν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι υπερεθνικοί οργανισμοί χρηματοδοτούν τους τομείς της Ασφάλειας και της Άμυνας. Είναι όμως η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται τόσο απροκάλυπτα και συστηματικά ο τομέας της Έρευνας και της Καινοτομίας ως όχημα για την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πόσο ορθολογική είναι η απόφαση αυτή; Πέρα από το γεγονός ότι ο πόλεμος, αλλά και η προετοιμασία για πόλεμο, είναι πάνω από όλα η παραδοχή μιας αποτυχίας, πρέπει να αναρωτηθούμε ποια θα είναι η επίπτωση των αυξημένων στρατιωτικών δαπανών στην ανάπτυξη και στην ευημερία των λαών.
Υπάρχει η αντίληψη ότι οι επενδύσεις στην στρατιωτική βιομηχανία, έστω και ως αναγκαίο κακό, έχουν θετική επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Μία σειρά από επιστημονικές αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων, καταδεικνύει ότι αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Οι κάθε είδους στρατιωτικές επενδύσεις είναι σίγουρα εξαιρετικά επικερδείς για συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων αλλά τελικά επιζήμιες για το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας.
Κάθε ευρώ ή δολάριο που ξοδεύεται για εξοπλισμούς δεν δαπανάται για κοινωνικές υπηρεσίες, υποδομές ή δημόσιες επενδύσεις σε άλλους κλάδους της βιομηχανίας. «Η εκτροπή δημόσιων πόρων μακριά από πιο παραγωγικές κρατικές δραστηριότητες όπως η έρευνα, η εκπαίδευση και η υγεία, οδηγεί σε μεγάλο κόστος ευκαιρίας (opportunity cost)», (Dunne et al, 2005). Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ μια δημόσια επένδυση στην αμυντική βιομηχανία δημιουργεί λιγότερες θέσεις εργασίας σε σχέση με την αντίστοιχη επένδυση σε μη-στρατιωτικούς τομείς, λόγω των διαφορών στην ένταση εργασίας, στην γεωγραφική κατανομή των επενδύσεων και στα επίπεδα των μισθών. Πιο συγκεκριμένα για κάθε ένα εκατομμύριο δολάρια που επενδύονται στον στρατιωτικό τομέα δημιουργούνται 6,9 θέσεις εργασίας, σε αντιδιαστολή με 9,8 θέσεις στον τομέα των ΑΠΕ, 14,3 στον τομέα της υγείας και 15,2 στην εκπαίδευση (Garrett-Peltier, 2019).
Σε μια προσπάθεια να διερευνηθεί η μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ των στρατιωτικών δαπανών και της απόδοσης της οικονομίας, οι G. d’Agostino et al (2017) μελέτησαν τα δεδομένα 83 χωρών που αφορούν στην περίοδο 1970-2014,. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχει σταθερά αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη. Σε διάστημα μιας 20ετίας, μία αύξηση κατά 1% των στρατιωτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ προκαλεί μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 4,2%. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την υπό μελέτη χρονική περίοδο (πριν ή μετά το ψυχρό πόλεμο) και για όλες τις υποκατηγορίες χωρών (μέλη και μη-μέλη του ΟΟΣΑ, Αφρικανικές χώρες). Μάλιστα, η αρνητική συσχέτιση είναι πολύ πιο έντονη για τα μέλη του ΟΟΣΑ, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μεγάλα κράτη-προμηθευτές όπλων με ισχυρές αμυντικές βιομηχανίες.
Μια σειρά επιστημονικών μελετών αποκαλύπτουν ότι η αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες σχετίζεται με αύξηση των ανισοτήτων σε μία χώρα, λαμβάνοντας υπόψη μακροοικονομικές μεταβλητές όπως φόροι, επιτόκια, κατά κεφαλήν εισόδημα, πληθωρισμός και ρυθμός ανάπτυξης (Ali, 2007). Σχετική μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφέρει: «Οι δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την υγεία που χρηματοδοτούνται μέσω περικοπών στις αμυντικές δαπάνες συνδέονται μακροπρόθεσμα με χαμηλότερες εισοδηματικές ανισότητες», (Doumbia et al, IMF, 2019).
Είναι συχνό το επιχείρημα ότι οι επενδύσεις στην αμυντική βιομηχανία προάγουν την έρευνα και παράγουν καινοτομία. Όμως τα κοινωνικά χρήσιμα οφέλη, που προκύπτουν παραπλεύρως συνήθως με τρόπο τυχαίο και ακανόνιστο, είναι ελάχιστα σε σχέση με τα τεράστια ποσά που δαπανώνται. Συχνά αναφέρεται το παράδειγμα των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Είναι αλήθεια ότι οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες στις χώρες αυτές, έχουν ως παράπλευρη συνέπεια τη δημιουργία δυναμικών οικοσυστημάτων έρευνας και καινοτομίας. Είναι αδύνατον όμως να αναπαράγεις το παραγωγικό μοντέλο μιας χώρας χωρίς να λάβεις υπόψη τις συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν σε αυτήν. Αλήθεια, πόσοι Έλληνες θα ήταν διατεθειμένοι να ζήσουν σε μια συνεχή διαδοχή εμπόλεμων καταστάσεων με αντάλλαγμα τη δημιουργία μερικών δεκάδων startups και θέσεων εργασίας; Εξάλλου, οι στρατιωτικές εφαρμογές της έρευνας σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, η ρομποτική και η Βιοτεχνολογία ενέχουν τον υψηλότατο κίνδυνο να παραχθούν οπλικά συστήματα και ανεξέλεγκτα καταστροφικές τεχνολογίες με απρόβλεπτες συνέπειες, ενάντια σε κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου.
Ο P. Hiller συνοψίζοντας τις σχετικές μελέτες, καταλήγει: «Η πεποίθηση ότι ο πόλεμος είναι καλός για την οικονομία, είναι ένας μύθος».
Η Ελλάδα, ως μια χώρα που αντιμετωπίζει την πραγματική απειλή μιας πολεμικής αντιπαράθεσης, που μόνο καταστροφική μπορεί να είναι, πρέπει να καταστεί εξάγγελος ειρήνης και υποστήριξης του δικαιώματος στην εθνική ανεξαρτησία, μακριά από εθνικισμούς και εντάσεις. Οι επιστήμονες και ερευνητές, ως μέλη του πνευματικού κόσμου της χώρας, οφείλουν να συνεχίσουν την σημαντική κοινωνική προσφορά τους απέχοντας από κάθε είδους στρατιωτικές προετοιμασίες και σχηματισμούς και δηλώνοντας την προσήλωση τους στην «Οικονομία της Γνώσης» και όχι στην «Οικονομία του Πολέμου». Το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από μερικές δεκάδες εκατομμύρια νατοϊκών ή ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.
Η τοποθέτηση στη “σωστή” πλευρά της Ιστορίας προϋποθέτει την παραδοχή ότι υφίσταται ένα αγεφύρωτο χάσμα που μας χωρίζει. Αντί να επιλέγουμε πλευρές, ας φροντίσουμε εγκαίρως να εξαλείψουμε αυτά που μας χωρίζουν, εστιάζοντας σε αυτά που μας ενώνουν. Όχι μόνο γιατί είναι ηθικά σωστό. Αλλά κυρίως γιατί είναι η πιο έξυπνη απόφαση που η κοινωνία μπορεί να πάρει.
* Ο Γιώργος Χουρδάκης είναι Διδάκτορας Φυσικής