Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
O Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν κλιμακώνουν τις τελευταίες ημέρες την αντικινεζική ρητορική τους, δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο πως βασικό μέλημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι η Ρωσία, αλλά η Κίνα.
Μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα σε εκδήλωση στην Ουάσιγκτον, ο Μπλίνκεν χαρακτήρισε την Κίνα «τον μεγαλύτερο μακροπρόθεσμα κίνδυνο για την παγκόσμια τάξη». «Παρόλο που ο πόλεμος του προέδρου Πούτιν συνεχίζεται, παραμένουμε επικεντρωμένοι στην πιο μεγάλη μακροπρόθεσμα πρόκληση στη διεθνή τάξη, αυτήν που εγκυμονεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας» είπε ο Μπλίνκεν.
«Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που έχει τόσο την πρόθεση να αναδιαμορφώσει τη διεθνή τάξη όσο και την αυξανόμενη οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική ισχύ να το πράξει. Θα υπερασπίσουμε τα συμφέροντά μας έναντι οποιασδήποτε απειλής» πρόσθεσε. Της ομιλίας Μπλίνκεν είχε προηγηθεί η δήλωση-κεραυνός του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, κατά την περιοδεία του στην Ασία, πως οι ΗΠΑ θα υπερασπιστούν στρατιωτικά την Ταϊβάν σε περίπτωση κινεζικής επίθεσης.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έσπευσε την επομένη της δήλωσής του αυτής να διευκρινίσει πως δεν αλλάζει η πολιτική της Ουάσιγκτον απέναντι στο δόγμα της «ενιαίας Κίνας», της μη δηλαδή αναγνώρισης της Ταϊβάν, την οποία το Πεκίνο θεωρεί τμήμα της εθνικής του επικράτειας.
Από την εποχή του ανοίγματος Νίξον προς την Κίνα, τη δεκαετία του ’70, η Ουάσιγκτον απέφευγε να οξύνει το ζήτημα της Ταϊβάν. Έκτοτε, βέβαια, έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Η Κίνα, από σύμμαχος στον Ψυχρό Πόλεμο κατά της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και κατόπιν «εργοτάξιο» για τις εκατοντάδες πολυεθνικές που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν το φθηνό εργατικό της δυναμικό, εξελίχθηκε σε επικίνδυνο ανταγωνιστή των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια.