Από την έντυπη έκδοση
Του Πάνου Φ. Κακούρη
[email protected]
Καθημερινά, τα σενάρια για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας καθίστανται πιο εφιαλτικά, καθώς όλοι, όπως φαίνεται, λειτουργούν με δεδομένο ότι η πολεμική σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας θα διαιωνίζεται, όπως επίσης και οι σχέσεις Δύσης και Ρωσίας θα παραμείνουν «ψυχρές» έως «εχθρικές» με ή χωρίς εισαγωγικά.
Αυτό σημαίνει πως οι ενεργειακές τιμές θα παραμείνουν στα ύψη, αναλυτές βλέπουν να έρχεται και απειλητική επισιτιστική κρίση, ενώ ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, Κρίστιαν Λίντνερ, κάλεσε τις κυβερνήσεις να επιστρέψουν σε πολιτικές λιτότητας.
Στο ζοφερό αυτό περιβάλλον, πλανάται ένα ερώτημα, που αφορά εκείνους που πλήττονται περισσότερο από τη διαμορφούμενη κατάσταση. Ασφαλώς στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ουκρανία, η οποία πληρώνει τη ρωσική εισβολή με ανθρώπινα θύματα, καταστροφές υποδομών και απώλειες εδαφών. Έπεται η Ρωσία με στρατιωτικές και οικονομικές απώλειες και στην τρίτη θέση βρίσκονται οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πληρώνουν πανάκριβα τις κυρώσεις που επιβάλλονται από τη Δύση στη Ρωσία.
Στο πλαίσιο αυτό, διερωτάται εύλογα κανείς γιατί η Ε.Ε., που είναι από τις πλέον πληττόμενες περιοχές, δεν αναλαμβάνει μια σοβαρή πρωτοβουλία για εξεύρεση λύσης και ειρήνευσης στην εμπόλεμη ζώνη για να επιλυθεί το πρόβλημα στη ρίζα του και να αποφύγουν οι χώρες της τα χειρότερα;
Οι απαντήσεις στο ερώτημα είναι πολλές και δυσάρεστες, καθώς όλες συγκλίνουν στον όρο «αδυναμία στρατηγικής» ή απλά «αδυναμία».
Μόνο η «αδυναμία» υποχρεώνει κάποιον να αυτοπαγιδεύεται, να σύρεται από τις εξελίξεις και να μην αναλαμβάνει πρωτοβουλίες με μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ένα παράδειγμα. Σήμερα, σχεδόν όλα τα κράτη της Ε.Ε. αναλώνονται να βρουν τρόπο (και το κατάφεραν!) να παρακάμψουν την απαγόρευση που επέβαλε η ίδια η Ε.Ε. για τις πληρωμές του φυσικού αερίου σε ρούβλια.
Πού να βρεθεί χρόνος για τη χάραξη μακροπρόθεσμης στρατηγικής;