Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Κάμποσες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, είχαν απαιτήσεις έναντι της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το συνολικό χρέος της ανερχόταν γύρω στα 30 δισ. μάρκα, χωρίς να υπολογίζονται οι πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις. Φαίνεται υπέρογκο; Αντιστοιχούσε μόλις στο 23% του ΑΕΠ της.
Για τη Γερμανία του 1953, όμως, η λιτότητα και η αποπληρωμή χρεών δεν αποτελούσε επιλογή. Η οικονομία χρειαζόταν χρήμα για ανοικοδόμηση.
Στις 27 Φεβρουαρίου του 1953 υπογράφεται στο Λονδίνο η συμφωνία για τη διαγραφή σχεδόν του 50% του χρέους, για το υπόλοιπο προβλεπόταν μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωσή του και στην εκκίνηση ευνοϊκή περίοδος αποπληρωμής με καταβολή μόνο τόκων για το διάστημα 1953-1958.
Μια «λεπτομέρεια» που παραβλέπεται: η συμφωνία δημιούργησε και τις προϋποθέσεις για να γίνει η Γερμανία εξαγωγική δύναμη, διότι η εξυπηρέτηση του χρέους συνδεόταν με ρήτρα ανάπτυξης και δη εμπορικού πλεονάσματος. Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 5%. Οι δανειστές, λοιπόν, είχαν συμφέρον να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα για να πάρουν πίσω τα κουρεμένα χρήματά τους.
Μια δεύτερη «λεπτομέρεια»: σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας».
Αυτονόητο ότι οι συγκρίσεις δεν είναι εύκολες, ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και ότι ο «Ψυχρός Πόλεμος» στα βιβλία έχει αράξει. Όμως, τι επιβεβαιώνεται από τη γερμανική εμπειρία του 1953; Πολιτικές είναι οι αποφάσεις, τα τεχνοκρατικά είναι προφάσεις, τα οικονομικά θαύματα δεν θεμελιώνονται σε πειράματα και δράματα.
Μπορεί να φανεί χρήσιμη αυτή η εμπειρία; Ποιος θα το κρίνει; Όσοι θεωρούν ότι μπορείς να προβλέψεις τα γεγονότα, μόνο αφού έχουν συμβεί ή ο χρόνος; Ας μην ξεχνάμε ότι πέρασαν οκτώ χρόνια απ’ όταν σίγησαν τα όπλα για να δουλέψουν άλλα κόλπα.