Του Χαράλαμπου Γκότση*
Η συζήτηση με θέμα το «τέλος της παγκοσμιοποίησης» έχει ανοίξει για τα καλά και συντηρείται με αμείωτο ενδιαφέρον τα τελευταία δεκατρία χρόνια. Ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία και οι συνακόλουθες αντιδράσεις των δυτικών χωρών με πρωτόγνωρα κυρωτικά μέτρα, λειτούργησε και εδώ ως επιταχυντής και καταλύτης εξελίξεων, το μέγεθος των οποίων ακόμη δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Ότι η παγκοσμιοποίηση, όπως τη γνωρίζαμε, ως ελεύθερη, χωρίς εμπόδια και δασμούς διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων, με την αξιοποίηση του χαμηλού μισθολογικού κόστους, κυρίως των ασιατικών χωρών, όπως και τις φτηνές μεταφορές με την ανάπτυξη των εμπορευματοκιβωτίων, με το τέλος του πολέμου δεν θα είναι η ίδια.
Το μέγεθος της παγκοσμιοποίησης
Αρχικά να ορίσουμε την έννοια της παγκοσμιοποίησης και το περιεχόμενό της, όπως εξελίχθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια με διάφορους σημαντικούς σταθμούς στην πορεία. Στα οικονομικά αντιλαμβανόμαστε ως παγκοσμιοποίηση την αξιοποίηση του καταμερισμού της εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η παγκοσμιοποίηση ενισχύεται όταν το παγκόσμιο εμπόριο αυξάνεται γρηγορότερα από το παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, ενώ συρρικνώνεται όταν συμβαίνει το αντίθετο. Για αρκετές δεκαετίες μέχρι το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 η σχέση αυτή εξελισσόταν θετικά υπέρ της διεύρυνσης του εμπορίου. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν, η συνεχώς διευρυνόμενη συμμετοχική ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών σε ότι αφορά τον εφοδιασμό με πρώτες ύλες, ενδιάμεσα προϊόντα, εξαρτήματα και τεχνολογία. Η προστιθέμενη αξία των παραγόμενων στο εξωτερικό εξαρτημάτων που χρησιμοποιούσε η βιομηχανία της Ευρώπης για παράδειγμα είχε αγγίξει πριν από την κρίση το 33%. Εκεί σταθεροποιήθηκε για να αρχίσει η καθοδική πορεία, κυρίως με την εμφάνιση της πανδημίας και τώρα με την ενεργειακή κρίση και τις ανακατατάξεις που προμηνύονται, ενώ κανείς δε γνωρίζει την κατάληξη.
Η πορεία συρρίκνωσης
Τα πρώτα σύννεφα στον χαρούμενο ουρανό της παγκοσμιοποίησης εμφανίστηκαν με την χρηματοπιστωτική κρίση και κυρίως με την κατάρρευση της Lehman Brothers και τις επιπτώσεις της. Το τίμημα της κρίσης δεν ήταν μόνο η χρεοκοπία πολλών τραπεζών και επιχειρήσεων, αλλά κυρίως η δυσπιστία και η διαρραγή της εμπιστοσύνης στη λειτουργία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Οι πολίτες συνειδητοποίησαν ξαφνικά, ότι αγοράζοντας ένα αμερικανικό ομόλογο στη Λάρισα, αναλαμβάνουν ρίσκα τα οποία εμπεριέχουν τοξικά χρηματοπιστωτικά απόβλητα της …Νέας Ορλεάνης! Φαίνεται όμως, παρότι η περίπτωση χρεώθηκε ως αποτυχία της αγοράς (market failure), ότι το χτύπημα δεν ήταν τόσο ισχυρό, αφού οι οικονομίες με τη βοήθεια και της κευνσιανής επεκτατικής πολιτικής ανέκαμψαν την επόμενη διετία, με αποτέλεσμα να αποκατασταθεί προσωρινά και η εμπιστοσύνη.
Ακολούθησαν πολιτικά γεγονότα, τα οποία στόχευαν σε προστατευτισμό και εθνικοποίηση δραστηριοτήτων, τη στιγμή που οι ανάγκες της νέας εποχής απαιτούν συνεργασία μεταξύ των κρατών για επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της κλιματικής αλλαγής, της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, των μεταναστευτικών ροών και της φτώχειας. Φωνές κατά της παγκοσμιοποίησης με βασικό επιχείρημα την καταγραφόμενη διεύρυνση των ανισοτήτων, υπήρξαν αρκετές, κυρίως από οργανώσεις του λεγόμενου προοδευτικού χώρου, χωρίς όμως ιδιαίτερες επιπτώσεις στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας.
Τα πράγματα τελικά άλλαξαν με την εκλογή του Donald Trump στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ενός κατεξοχήν λαϊκιστή πολιτικού, ο οποίος άλλαξε το πολιτικό δόγμα της χώρας του από «ευημερία και ανάπτυξη» σε «άμυνα, έλεγχος και ισχύς», με το περιτύλιγμα “πρώτα η Αμερική”! Η αντίδραση υποτίθεται, ότι αποτελούσε απάντηση στη συνεχή ενδυνάμωση της Κίνας και στην προσπάθειά της να καταστεί πρώτη δύναμη στην παγκόσμια οικονομία. Ακολούθησαν μέτρα προστατευτικού χαρακτήρα, όπως επιβολή δασμών και περιορισμοί στις εισαγωγές για συγκεκριμένα προϊόντα και πρώτες ύλες, κάτι όμως που απλά αποτελεί ένα μέσο, όχι τόσο για τον περιορισμό του ανοίγματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ, αλλά για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της σε οικονομικό, στρατιωτικό και τεχνολογικό επίπεδο. Εκ του αποτελέσματος η πολιτική αυτή δε στέφθηκε με επιτυχία, αφού ούτε η Κίνα πτοήθηκε ώστε να κατεβάσει τις φιλοδοξίες της, αλλά ούτε και οι ΗΠΑ ωφελήθηκαν, βελτιώνοντας την ανταγωνιστική τους θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το θέμα είναι ότι και ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ Joe Biden ακολουθεί παρόμοια πολιτική με τον προκάτοχό του, απλά με διαφορετική ρητορική. Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ και Κίνας καλά κρατεί, επηρεάζει δε, όχι μόνο τις μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και τα παραγόμενα προϊόντα από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην Κίνα και ακόμη όσα παράγονται στην Ευρώπη, τα οποία εμπεριέχουν εξαρτήματα κινεζικής παραγωγής και προέλευσης.
Άξια αναφοράς στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης της παγκοσμιοποίησης, είναι εξάλλου και η απόφαση της Μεγάλης Βρετανίας το 2016 να αποχωρήσει από τη μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (Brexit), επιλέγοντας εθνικές στρατηγικές έναντι των ευρωπαϊκών κοινών πολιτικών, οι οποίες προάγουν την ευημερία, τη συνεργασία και εντέλει ενίοτε και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της προς όφελος των κατοίκων της.
Η πανδημία που ακολούθησε έφερε τα πάνω κάτω, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες ενός συστήματος που δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί με επάρκεια στις ανάγκες της παγκόσμιας κοινωνίας σε δύσκολες καταστάσεις. Πολύ νωρίς με τα πρώτα lockdowns στην Κίνα και μετά στη Βόρεια Ιταλία, έγιναν αισθητές μεγάλες ελλείψεις σε συγκεκριμένα υγειονομικά προϊόντα, όπως μάσκες, αντιδραστήρια για τεστ, αναπνευστήρες κ.α. Ακολούθησαν τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων σε εξαρτήματα, αναγκαία για την παραγωγή τελικών προϊόντων όπως τα microchips, τα οποία οδήγησαν ολόκληρες βιομηχανίες να σταματήσουν την παραγωγή. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου η λύση που προκρίνεται από πολλές βιομηχανίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ ονομάζεται “reshoring”. Επανεγκατάσταση των μονάδων παραγωγής στην ίδια την χώρα ή σε γειτονικές και φιλικές χώρες σε κοντινή απόσταση. Από την παγκοσμιοποίηση δηλαδή οδηγούμαστε σε μια νέα μορφή οργάνωσης του παγκόσμιου εμπορίου που είναι η περιφεριοποίηση. Χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι και μικρότερες εφοδιαστικές αλυσίδες εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, κάτι που διαπιστώσαμε με τον πόλεμο της Ουκρανίας, όπου σταμάτησε η παροχή της πρώτης ύλης νέον ή ηλεκτρικών καλωδίων για την αυτοκινητοβιομηχανία από εργοστάσια της Ουκρανίας, που κατέχουν δεσπόζουσα θέση.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε τα γεωπολιτικά προβλήματα ως βασική συνιστώσα των αλλαγών. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιγράφει το πρόβλημα σε όλη του την έκταση: «Ο πόλεμος μακροπρόθεσμα μπορεί να αλλάξει εκ θεμελίων την παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική τάξη, εάν έχουμε αλλαγές στην ενεργειακή αγορά, αναδιάρθρωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες, κατακερματισμό στα συστήματα πληρωμών και επανασχεδιασμό της πολιτικής τοποθέτησης των συναλλαγματικών διαθεσίμων». Ότι, όλοι οι παραπάνω μηχανισμοί βρίσκονται σε φάση επανεξέτασης αυτή τη στιγμή είναι αδιαμφισβήτητο. Εκείνο που δε γνωρίζουμε είναι η έκταση και το βάθος των αλλαγών, κυρίως με δεδομένη την ισχυρή διασύνδεση των μεγάλων οικονομικών σχηματισμών των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Κίνας.
Οι οικονομικοί λόγοι της αποπαγκοσμιοποίησης
Η διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης είχε αρχίσει πριν το ξέσπασμα του πολέμου και ακόμη πριν εμφανιστεί το φαινόμενο της πανδημίας. Οικονομικές αιτίες είναι εκείνες που οδήγησαν σταδιακά σε στασιμότητα και στη συνέχεια σε συρρίκνωση και μάλιστα ακριβώς εκείνες που συνέβαλλαν στην ενδυνάμωσή της. Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και οι φθηνές μεταφορές. Τα πράγματα όμως προϊόντος του χρόνου άλλαξαν.
Με την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, πολλές αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες πραγματοποίησαν μαζικές άμεσες επενδύσεις σε ασιατικές κυρίως χώρες, αξιοποιώντας το χαμηλό μισθολογικό κόστος, σε ότι αφορούσε κατά κύριο λόγο στην ανειδίκευτη εργασία. Οι μεγάλες διαφορές όμως σταδιακά, βοηθούσης και της πολιτικής ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς από την Κίνα, μειώθηκαν αισθητά. Όταν το 2001 η πρόσληψη ενός ευρωπαίου εργάτη ισοδυναμούσε με την αμοιβή για 13 κινέζους, το 2020 αυτή εξελίχθηκε σε 1 προς 2. Εκτός όμως από τη σμίκρυνση της μισθολογικής διαφοράς και μια άλλη εξέλιξη διευκολύνει την επανεγκατάσταση των κέντρων παραγωγής στις βιομηχανίες της δύσης. Είναι η αυξανόμενη χρήση ρομπότ σε αντικατάσταση της ανειδίκευτης εργασίας. Αφορά κυρίως στις χώρες υψηλού μισθολογικού κόστους, όπου σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα, υπάρχει ανησυχία για υπέρμετρες απαιτήσεις των εργαζομένων. Με τη χρήση ρομπότ αποδυναμώνεται η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων, μειώνονται οι πληθωριστικές πιέσεις και αντιμετωπίζονται οι αρνητικές συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος. Συνεπώς, η επανεγκατάσταση των επιχειρήσεων δε λειτουργεί υποχρεωτικά υπέρ των εργαζομένων με αύξηση της ζήτησης και υψηλότερους μισθούς.
- Εξάλλου, το μεταφορικό κόστος έχει εκτοξευθεί τα τελευταία τρία χρόνια σε δυσθεώρητα ύψη. Ήδη καταγράφονται αυξήσεις οκταπλάσιες, οι οποίες, ανεξάρτητα αν οφείλονται στην αυξημένη ζήτηση μετά τα Lockdowns, όπως υποστηρίζουν οι 10 εταιρείες που ελέγχουν το 82% των μεταφορών με εμπορευματοκιβώτια, είτε υποκρύπτουν αθέμιτες πρακτικές με οσμή αισχροκέρδειας, όπως πιστεύουν οι εισαγωγείς και οι περισσότεροι αναλυτές, το πρόβλημα είναι υπαρκτό και έχει διάρκεια. Επειδή δε πυκνώνουν τα γεγονότα μεγάλης κλίμακας που δυσχεραίνουν την ομαλή λειτουργία του διεθνούς εμπορίου, όπως ήταν το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ, η πανδημία και ο Ουκρανικός πόλεμος, είναι βέβαιο ότι υπάρχουν προβληματισμοί, οι οποίοι οδηγούν στην επαναφορά της παραγωγής σε εγγύτερους προορισμούς, που χαρακτηρίζονται περισσότερο ασφαλείς.
Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία συσσώρευση από γεγονότα, αλλαγές στη διεθνή αγορά καθώς και γεωπολιτικοί σχεδιασμοί, ικανοί να φέρουν σημαντικές αναταράξεις στη λειτουργία του παγκόσμιου εμπορίου. Όχι όμως, κατά την άποψή μας, τέτοιες που να σημάνουν το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Θα δούμε, χωρίς αμφιβολία το επόμενο χρονικό διάστημα αρκετές επιχειρήσεις να επαναφέρουν την παραγωγή τους στο εσωτερικό ή σε γειτονικές χώρες. Όμως, οι επιχειρήσεις δεν αναπτύσσουν δραστηριότητες στο εξωτερικό μόνο επειδή το κόστος είναι χαμηλότερο. Κίνητρα, όπως η διείσδυση σε νέες αγορές και η εγγύτητα της παραγωγής με νέους πελάτες, μάλιστα σε χώρες με ισχυρό πληθυσμιακό δυναμικό, είναι επίσης πολύ σημαντικά. Ακόμη και στην περίπτωση επανεγκατάστασης συνήθως δεν αφορά στο σύνολο των δραστηριοτήτων, οι οποίες μάλιστα συνοδεύονται με νέες αποφάσεις για εγκατάσταση σε νέες αγορές και σε νέες χώρες. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες συνεπώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αξιοποιώντας τις παραγωγικές δυνατότητες των χωρών, εκείνο όμως που φαίνεται ότι αλλάζει, είναι μια στροφή από την παγκοσμιοποίηση προς την περιφεριοποίηση, κάτι που θα ευνοούσε μια μεγαλύτερη συμμετοχή σε επενδύσεις και παραγωγή και σε μικρότερες χώρες όπως είναι η Ελλάδα.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς