Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Με ανακούφιση η διεθνής κοινή γνώμη υποδέχτηκε τη νίκη του Εμανουέλ Μακρόν επί της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, στον προχθεσινό δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Ωστόσο, δεν μπορεί παρά να προκαλεί θλίψη το γεγονός πως η κόρη τού άλλοτε απόβλητου από την πολιτική σκηνή, ιδρυτή του «Εθνικού Μετώπου» Ζαν-Μαρί Λεπέν, πέτυχε το υψηλότερο ποτέ ποσοστό της ακροδεξιάς σε γαλλικές εκλογές.
Στη χώρα λίκνο των ριζοσπαστικών ιδεών από την εποχή της γαλλικής επανάστασης, στη χώρα που έβγαλε πολιτικές φυσιογνωμίες όπως ο Ντε Γκολ ή ο Μιτεράν, στη χώρα του «Μάη του ’68», μια «μεταλλαγμένη» ακροδεξιά συνεχίζει να πολιορκεί τα Ηλύσια Πεδία με αξιώσεις.
Το προχθεσινό 58% του Εμανουέλ Μακρόν απέχει κατά πολύ από το προηγούμενο σχεδόν 67% ή το 82% του Σιράκ στις εκλογές του 2002 με αντίπαλο τον Λεπέν – ο Σιράκ είχε μάλιστα αρνηθεί να παραβρεθεί σε τηλεμαχία. Πάνω από το 40% προτίμησε δυστυχώς τον ρατσιστικό, ξενοφοβικό, αντισημιτικό λόγο της Λεπέν, δυσκολευόμενο να ψηφίσει έναν πρόεδρο που σαρώνει κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης ψήφισε Λεπέν, όχι ίσως γιατί αγάπησε ξαφνικά την ακροδεξιά υποψήφια ή ξέχασε τα δεινά που επέφερε στο παρελθόν η ακροδεξιά επικράτηση στην Ευρώπη. Αλλά γιατί δεν βρίσκει πλέον αποκούμπι στα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα αριστερά κόμματα, τα οποία παραδοσιακά εξέφραζαν τον κόσμο της εργασίας.
Η συντηρητική «Le Figaro» στο χθεσινό της κύριο άρθρο χαρακτηρίζει τον επανεκλεγέντα Γάλλο πρόεδρο «γίγαντα με πήλινα πόδια»: «Στην πραγματικότητα, το μαρμάρινο άγαλμα είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια. Ο Εμανουέλ Μακρόν το γνωρίζει καλά… δεν θα έχει καμία περίοδο χάριτος».
Ο Μακρόν κατάφερε να επανεκλεγεί όχι λόγω ευρείας αποδοχής των θέσεών του, αλλά λόγω των δημοκρατικών αντανακλαστικών των Γάλλων ψηφοφόρων, πολλοί από τους οποίους έκαναν την καρδιά τους πέτρα προκειμένου να ψηφίσουν έναν «αντιδημοφιλή», όπως τον χαρακτηρίζει η ίδια η DW, πρόεδρο.
Η μεγάλη αποχή, 28%, υψηλότερο ποσοστό από το 1969, είναι μία ακόμη ένδειξη της «πύρρειας νίκης» του Εμανουέλ Μακρόν. Μιας νίκης που δύσκολα θα καταφέρει να αντιμετωπίσει τα οξυμένα κοινωνικά και άλλα προβλήματα της Γαλλίας, αλλά και συνολικά της Ευρώπης.